30.11.09

Ουδέν νεώτερον

Τριγυρνάς σε μια πόλη παρατημένη στην τύχη της
στην επίθεση που δέχτηκε δεν αντέξαν τα τείχη της
μένουν εκεί στοιχειωμένα κουφάρια ενός άλλου καιρού
κάστρα βεβηλωμένα, του αέρα φαντάσματα, στοιχειά του νερού

Ξέρεις η πεταλούδα πάει στο λουλούδι κι αγνοεί την κοπριά
πρέπει να βλέπεις γύρω το ωραίο και να προσπερνάς τα στραβά
αποφάσισε λοιπόν
θα ζήσεις πίσω από τα κάγκελα, τόσο καλά
θα βλέπεις μόνο τηλεόραση, εκεί είναι όλα λαμπερά
αν θες πάλι να ‘σαι ξεχωριστός,
πρέπει να υποστείς την απομόνωση, την αποχή από τα κοινά
να πας να ζήσεις στα βουνά, παρέα με της γης τα ερπετά

Και ξαφνικά σιγή, το χέρι αρνείται να υπακούσει την διαταγή
άλλος θα το ‘λεγε ντροπή, εγώ το είπα εκ των έσω ανατροπή
το πνεύμα δεν έχει άλλο τρόπο να αμυνθεί
δε βρίσκει καμιά ρίμα ν’ απολογηθεί και πάνω της να κρεμαστεί

Απ’ έξω τα κοράκια περιμένουν, να ξεκινήσει η γιορτή
οσμίζονται την σήψη, ξέρουν η υπομονή θα ανταμειφθεί
ζούνε τη ζωούλα τους χωρίς αναστολές
ότι φάνε, ότι πιούνε κι ότι αντέξει ο καναπές

Μάταιο να γράφεις ποιήματα,
μας βομβαρδίζουν ες-εμ-ες μηνύματα
όλοι κυνηγούν σαν παλαβοί τα χρήματα
- πάμε μια βόλτα ως τα μνήματα; -
δαίμονες αλυχτούν μα δεν μπορούν έξω να βγουν
έρχονται στα όνειρα σου και τον τρόμο μαρτυρούν

22.11.09

Δι στέιτζ ιζ γιoρς

Θα το φωνάξω, κι ας με πουν αιρετικό,
τιμή μου,
στην εποχή των ηλιθίων, είναι σαν να σε λεν σοφό
αυτή η χώρα θα ‘πρεπε να ντυθεί ερπετό
την καταράστηκε ο Θεός να σέρνεται σα φίδι κολοβό

Θα πάμε και στο μουντιάλ! Τι; έβαλε γκολ η εθνική;
Άντε λοιπόν! Όλοι στην Αφρική, μα μείνετε για πάντα εκεί
Να ‘ρθουν εδώ οι Αφρικανοί, μια δίκαιη ανταλλαγή

Τώρα τι το ‘θελες αυτό; Δημιουργείς αρνητικότητα
που παρασύρει την εθνική ενότητα στην μετριότητα
ότι με αίμα πέτυχε το εξ-φάτο, θα πάει στον πάτο
κι ότι με ιδρώτα έχτισε ο γούρι-γκέλα, θα μοιάζει τρέλα
Εδώ μιλάμε γι έναν αγώνα με το ρολόι
κι εσύ καημένε πήρες καινούριο κομπολόι
κι έπιασες το μοιρολόι;
εδώ μιλάμε γι ένα ακόμη, ραντεβού με τον Αντώνη
εδώ μιλάμε για ιστορία και το ‘ριξες στην υστερία;

Σώπα όπου να ‘ναι, θα βγει η χώρα από την μπόρα
με τα τραγούδια θα παν τα ξόρκια σε άλλη Ντόρα
με το νταούλι και με το ζουρνά θα φάμε τώρα
το φαγητό μας, προκάτ πατάτες βάλαμε στο άντερό μας

Ζορζ, δι στέιτζ ιζ γιoρς
Κάνε το πείραμα, εμπρός πιάσε σήματα μορς
ενώ ο λαός κάνει θυσία, πάνω σε Σόνι τετραχρωμία
Χι τραγουδιστή κουνήσου λίγο στη σκηνή
το σόου πρέπει να συνεχιστεί

20.11.09

Γλυκιά ζωή φθοράς

Κοιμάσαι, ξημερώνει κι είσαι ακόμα εδώ
για πόσο ακόμα η ψυχή θα ζει το χωρισμό
το λες κι όμως δεν το πιστεύεις – η ζωή είναι γλυκιά
γεμάτη αυταπάτες, αγκαλιές και παιδικά φιλιά

Κι έπειτα αρχίζει ο χρόνος παράλογα να καλπάζει
νυχτώνει πριν προφτάσεις, λες κι από κάπου αδειάζει
και χάνεται η ζωή, δεν είσαι πια παιδί
ούτε εδώ μπορείς να μείνεις, θα ‘θελες να προτείνεις
μια στάση γι ανεφοδιασμό, μα πού γιορτή μέσα στον χαμό

Ζωή φθοράς, τα όνειρα γίναν βραχνάς
δεν θα τον βρεις το θησαυρό,
και είναι πια το μυστικό κοινό
πόσο ν’ αντέξει μια ψυχή πριν εκραγεί
πόσο να ξοδευτεί πριν στο σκοτάδι σκορπιστεί
τόσο κοντά στο θάνατο το σώμα σου
τόσο μακριά η ενθύμηση του τέλους
απ’ τ’ απασχολημένο πτώμα σου

Καθημερνά, με μια γραβάτα γύρω απ’ το λαιμό,
σε πνίγει κι όμως χορεύεις στο ρυθμό
κι αυτό, δεν είναι δα το απολύτως φυσιολογικό
το τέλος πλησιάζει, αύριο θα ‘ναι εδώ
μα εσύ ξεχάστηκες στον παλαβό της κόλασης χορό
Μην αιφνιδιαστείς σαν σε βρει το μοιραίο
απροετοίμαστος θα φύγεις στο τυχαίο

Όλα περνούν και σβήνουν στο φινάλε, ποιητή παπαγάλε
όλα διαρκούν όσο μια βροχής στάλα, τα τρανά και τα μεγάλα
μπροστά στην αιωνιότητα μοιάζουν μικρά και τιποτένια
θα καούν όπως μια μπάλα αχυρένια
- μη μου χαλάς τη ζαχαρένια -
θυμήσου να δηλώσεις σχιζοφρένια

17.11.09

Ανταλλαγή

Στην κατηφόρα αλαφιασμένος
τρέχει ο Φιλόθεος βαθιά ταραγμένος
κρατά το ράσο του για να μην πέσει,
θέλει να φτάσει πριν ο ήλιος φέξει
Νοιώθει πως η άνοιξη τέλειωσε γι αυτόν,
ζήλεψε τη Θεία Δόξα, μα κόλλησε στο παρελθόν
Άφησε τον κόσμο για να ζήσει τη σιωπή
έκλαιγε μερόνυχτα για να σβήσει τη ντροπή

Την ανηφόρα κοιτάει για μια στιγμή
μέσα από τα μυωπικά γυαλιά και κάνει την ευχή
είναι για τον Θεόφιλο αυτή μια νέα αρχή
αργά κι αποφασιστικά κάνει ένα βήμα μπρος στη ζωή
Δεν έτυχε, δεν ήρθε εδώ για να ξεκουραστεί
πέρασε μέσα απ’ τη φωτιά μέχρι ν’ αλλοιωθεί
Ζήτησε δύναμη και πήρε, ν’ αντέξει τον καιρό
ήξερε πως η διαδρομή περνάει απ’ το κενό

Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό πορεύτηκαν κι οι δυο
οι δρόμοι τους ταυτίστηκαν μόνο για ένα λεπτό
το βλέμμα διασταυρώθηκε αντάλλαξαν ζωές
ο ένας στον άλλο πρόδωσε τις σκέψεις τις κρυφές
Το Πνεύμα συντονίστηκε, λες, θαυματουργικά
οι δαίμονες ταράχτηκαν που ‘σπάσαν τα κλειδιά
ξάφνου έξω πετάχτηκαν και βγήκανε μαχαίρια
οι αγγέλοι αντιτάχτηκαν και πιάστηκαν στα χέρια

Στη μέση εκεί του χαλασμού, σε ρήγμα ενός λεπτού
Θεόφιλος και Φιλόθεος πήραν της μάχης το όφελος
καθάρισαν τα αίματα, ηρέμησαν τα πνεύματα
πληρώσανε το τίμημα για το νέο ξεκίνημα
αλλάξανε το προσωπείο και γεύτηκαν το μεγαλείο

14.11.09

Εμβολιασμός ψυχών

Ήρθε, έφτασε ο καιρός να εμβολιασθεί ο λαός
ευτυχώς ή δυστυχώς, πρόχειρα ή επιμελώς
μέσα σου θέλει να μπει, να δώσει θάνατο ή ζωή
να εισβάλει, να σε κάψει, την εικόνα σου να αλλάξει

Μυστικά ή φανερά, κάνει τη δουλειά της η μαγιά
πίσω από πέπλο διαφανές, επιμορφώνονται οι ψυχές
διαβρώνεται η αλήθεια, γίνεται η ψευτιά συνήθεια
αλλοιώνεται η φύση, ποιον θα κληθεί να υπηρετήσει;

Σε ποιον αφέντη θα πιστέψει ο λαός;
Ήρθε η ώρα να απολογηθεί ο κάθε γνωστικός
για την αγάπη ή για το φθόνο να ντυθεί σαλός

Από τη μια μεριά, της νέας γρίπης ο ιός
φορέας μιας κουλτούρας φόβου, βασιλιάς τρανός
εγκλωβισμένος σε μπουκαλάκι, χρυσό χαπάκι
δήθεν απενεργοποιημένος, τηλε-πολυδιαφημισμένος
το μυστικό επτασφραγισμένο, σε περιβάλλον αποστειρωμένο

Από την άλλη, ο μονάκριβος Υιός, ένας αμνός
άρτος τεμαχισμένος, στο κρασί πνιγμένος
από κοινό ποτήρι, ελεύθερα και δωρεάν δοσμένος
έρχεται σαν μαχαίρι από πρωτόγονη φωτιά,
που φτάνει με ακρίβεια μέχρι την απείθαρχη καρδιά

Φωνάζει ο τρελός
Εμβολιασθείτε για να σωθείτε
Διαλέξτε από ποιο κοκτέιλ θα κεραστείτε
Παραδοθείτε στ’ αφεντικό που κυβερνάει το δικό σας το μυαλό
Αποδεχθείτε την ουσία που θ’ αλλοιώσει της ψυχής σας την ουσία

12.11.09

Κακές παρέες

Τόσα λαμπρά, τόσο πολλά, τόσο τρελά εξωτικά
γίναν θαμπά, μείναν λειψά, τόσο καθημερνά
Έγινε πολυτέλεια κι αυτή η φασολάδα
να σκέφτεσαι από βραδύς την αυριανή μπουγάδα

Αλίμονο, τα νιάτα σου τα άφησες από ‘ξω
ήθελες να ‘σαι κυνηγός, μα αστόχησε το τόξο
αλίμονο, τα σίδερα είναι για παλικάρια
ήσουνα ένας απ’ αυτούς, μα ατύχησες στα ζάρια

Ποιος το κακομελέτησε και ζούμε στο Ελλάντα
που η ζωή είναι εύκολη, κει γύρω στα τριάντα
μα ούτε κατά διάνοια σαν πιάσεις τα σαράντα
Ξεκινάς με οράματα, μπλέκεσαι στις ανάγκες
αφήνεις τα σπουδάγματα, ζεις μέσα σε παράγκες
γλύφεις λίγο τα τραύματα κι αφήνεσαι στους μάγκες

Αυτό ήτανε λοιπόν, εγκλωβιστήκαμε στο παρελθόν
βάλαμε στο παρόν μια επιγραφή «απόν»
κι αν θες το μέλλον, μάλλον θα το βρεις με άλλον
στη χώρα των πρασινό και γαλαζό παπαγάλων

Και πάνω που τη βρίσκαμε με περικεφαλαίες
ήρθε το πυροβολικό, χάλασαν κι οι κεραίες
την πέσαμε στις γκόμενες, μα αυτές ήταν μοιραίες
μας έδωσαν τα κάλλη τους και έφυγαν ακμαίες
κοίτα, δεν φταίξαμε εμείς μόνο οι κακές παρέες

10.11.09

Λευκή σημαία

Πιστεύω και δεν ερευνώ
την άκρη της κλωστής απλά κοιτώ
δεν την τραβώ
την άλλη άκρη δεν αναζητώ
ίσως με πεις δειλό, ίσως σοφό

Αλήθεια είναι πως κατάλαβα κάτι απλό
δεν έχει σημασία τι θα βρεις,
στη ζωή σημασία έχει μόνο ότι ζεις
ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό
τώρα είσαι εδώ, μάταιο να ξορκίζεις το κακό
μάταιο να κοιτάζεις το κενό στον ουρανό
μάταιο να χαζεύεις τον γκρεμό

Όσο και να προσπαθήσεις
τα νήματα δεν θα κινήσεις
θα κουραστείς και θα τα φτύσεις
θα τσατιστείς κι ίσως λυγίσεις
κι άμα πιαστείς άντε να ξεκολλήσεις
Ακούς ειδήσεις για να ξυπνήσεις;
Μάταιο να ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα
κι αλήθειες σε περσόνες και παράθυρα

Μπορεί να κάνεις πράματα σπουδαία
αλλά στην τελική αλλού είναι τα ωραία
μες το μυαλό σου σήκωσε λευκή σημαία
όσο το βρίσκεις θα σε πληγώνει
μια θα το κόβεις, επτά φορές θα φυτρώνει

Ρωτάς αν έχουμε τίποτα κοινό
κι εγώ ρωτώ αν νοιώθεις το απόλυτο κενό
Αντικριστά το άσπρο με το μαύρο
σκαρώνουν αυταπάτες με το άδειο

7.11.09

Κυκλικός χορός

Η μέρα διαδέχεται τη νύχτα
ο ήλιος τρέχει το φεγγάρι κυνηγά
πώς να κρατήσεις το χειμώνα με τα νύχια
όταν η άνοιξη απ’ το φράχτη ξεπηδά

Η νύχτα πάλι θα ‘ρθει, είναι θέμα χρόνου
μαύρο πέπλο θα σκεπάσει τον ουρανό
μετά το καλοκαίρι οι βροχές του φθινοπώρου
θα ‘ρχίσουν πάλι τον τυφλό χορό

Τους κύκλους δεν μπορείς να αγνοήσεις
είναι η ίδια σου η ζωή
την πλάτη στο ρολόι αν γυρίσεις
μπροστά θα το βρεις στην επόμενη στροφή

Μικροχαρές πατάνε πάνω σε κατάρες
χαμόγελα ξυπνούν σε πρόσωπα θαμπά
μα πάλι στη γωνία περιμένουν άλλες στενοχώριες
τα δάκρυα ξεπλένουν γρήγορα τη χαρά

Το κλάμα ενός μωρού γεννάει ελπίδες
τα τίναξε ο παππούς κι ας ήτανε αητός
ο άνεμος φύσηξε μακριά τις καταιγίδες
τ’ αρπακτικά προσμένουν να σκάσει μύτη ο λαγός

Πόσο βαθιά να φτάσει το μαχαίρι
πόσο ψηλά ν’ ανέβει ο χαρταετός
νεκρός κοιμάσαι μέρα μεσημέρι
προχθές δεν ήταν που ντύθηκες γαμπρός;

4.11.09

Μια υπέροχη νύχτα

Κοίτα τ’ αστέρια, βαθιά στ’ ουρανού τον ωκεανό,
φέγγουν για όλους από ‘να κόσμο μακρινό
λεν παραμύθια στα μικρά παιδιά
στέλνουν μηνύματα που διαβάζει μόνο η καρδιά
του έρωτα σκιρτήματα ριγμένα σε πλανεύτρα αγκαλιά

Αμαρτωλή, δωσ’ μου αν θες ένα γλυκό φιλί
στο σεληνόφως ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή
βύθισε την αναπνοή σου κι αν θες αποκοιμήσου ως την αυγή
Να ‘ρθει η καλή νεράιδα στ’ όνειρό σου, το ξωτικό σου
να δοκιμάσεις μες το φως τ’ όμορφο νυφικό σου
να τρέξεις σε ολάνθιστα λιβάδια, ευτυχισμένη μέρα
δες, στην παλάμη σου κρατάς της υπόσχεσης την βέρα

Βάλε στεφάνι στα μαλλιά και βγες να συναντήσεις τον καλό σου
τον φύλακα άγγελό σου, τ’ άλλο μισό σου,
τον σύντροφό σου, τ’ αιώνιο είδωλό σου
αυτόν που θα πεθάνει στο πλευρό σου,
για το καλό σου, θα ‘ρθει απ’ την κόλαση
να πάρει εκδίκηση για λογαριασμό σου

Απόψε θέλησα να πω γλυκά λογάκια
για να δακρύσουν τα κοριτσάκια
και ταίριαξα να στάζουν μέλι τα στιχάκια
να νοιώσουν άβολα τα πιο σκληρά αντράκια

Μα παρεξήγησες τα λόγια δεν μας σώζουν
Πίσω από τις λέξεις, πόσο να κρύβεσαι θ’ αντέξεις
Για τη ζωή αν την αλήθεια θες να μάθεις, πρέπει να πάθεις
Υπάρχουν πράματα που έχουν υπερτιμηθεί,
όπως ο έρωτας που ‘ναι απλά μια φυσική ορμή
και εξυπηρετεί μέσα στο σχέδιο του Θεού, μια στάση σύντομη
Ούτε πουλάκια, ούτε καδράκια, ούτε λουλούδια στα βαζάκια
Στο βάθος βρίσκεται η ζωή, σ’ αναμονή…

2.11.09

The Matrix has us

Είμαστε όλοι εμείς του Μάτριξ οι υποτελείς
ευσεβείς και ασεβείς, δουλοπρεπείς
σακάτηδες κι αρτιμελείς
όλοι γρανάζια της μηχανής
συντονισμένοι στο τικ τακ της υποταγής

Βγες απ’ το πρόγραμμα να δεις
την αντοχή σου να τελειώνει, σου λέω, μην μπεις
στον πειρασμό ν’ αντισταθείς
μην πράξεις ότι θα ‘κανε ο κάθε αδαής
θα καείς, στην απομόνωση της διαφοράς αν αφεθείς

Γίνε κι εσύ ένας ακόμα υποκριτής
μηχανικός, γιατρός, ταξιτζής ή νταβατζής
για να ‘σαι ασφαλής, σου λέω, μην πεις
«ας δοκιμάσω, θα το δαμάσω εγώ, θα δεις!»
Μην είσαι αφελής, θες να χαθείς;

Η μάνα σου φωνάζει, μπες στο δημόσιο νωρίς
και θα με θυμηθείς, λόγω τιμής
ψήφισε ότι θέλεις, γίνε αν θες κομμουνιστής
μα άκου, κοίτα κάπου να βολευτείς
να προκόψεις, να ‘χεις κεραμίδι να χωθείς

Το σύστημα είμαστε όλοι εμείς,
όλοι το υπηρετούμε και κανείς δεν είναι χωρίς
ευθύνη, στρατιωτάκια σε μια σκακιέρα της ζωής
να προστατεύουμε το βασιλιά, μαύρα ή λευκά
να συντηρούμε το παιχνίδι κοντολογίς

31.10.09

Στασιμότης

Άραγε τι περιμένω, με το γκάζι αναμμένο
να σφυρίξει κάνα τρένο, το φανάρι κολλημένο
κόκκινο και αναμένω, τι προσμένω;

Να περάσουν πεταλούδες
να ερωτευτούν οι αρκούδες
να ‘ρθουνε κι οι αλεπούδες
να κουρδίσουν τα ρολόγια
να γίνουν πράξεις τα κούφια λόγια

Μείναμε από βενζίνη, κι είναι όλων μας ευθύνη
στη διασταύρωση απάνω, ήπια κι είπα Μητροπάνο
μου ξέφυγαν και δυο λέξεις παραπάνω…

για να φύγει το φαρμάκι
για να μη με πιάνει μάτι
για να βλέπω όνειρα τα βράδια
για να μην κάνω μάταια βόλτες στα σκοτάδια

Παρατήσαμε τ’ ασκέρι στης Γολ-στρίτ τον κουλοχέρη
μα έκοβε σαν το μαχαίρι κι όπλισε το δόλιο χέρι
με προοπτική ποιος ξέρει…

Να κουρέψει το γκαζόν
να φορέσει παπιγιόν (σε ποιον;)
να τελειώσει το παρόν (για ποιον;)
να μας κάνει όλους τους φευγάτους παρελθόν

29.10.09

Περαστικά μας

Κουράγιο κάνε, τώρα θα μου πεις,
μα εσύ δεν έφαγες σκουπίδια παρακμής
Περαστικά, κουράστηκα να τρώω φτηνά σκατά
είμαι πασαλειμμένος ως τα όρια με σβουνιά
τώρα αυτό θα μου το πεις παραξενιά
κι ότι δεν πάω καλά, έτσι απλά

Περαστικά, χαμπάρι δεν πήρες ότι έχουμε καρδιά
που ατίθασα χτυπάει και τραγουδάει
μα θέλει το νεράκι της, να πίν’ να ξεδιψάει
τον πόνο της να τον μεθάει και να γλεντάει

Περαστικά σου,
αγόρασες ταχύπλοο για τα δισέγγονά σου
μεγειά σου, δεν κάνω πλάκα, να το χαρείς, μα στάσου
τον πόνο που ‘χει μαζευτεί κι αγκομαχά ‘φουγκράσου
είναι τόσο κοντά σου

Περαστικά μου, έβαλα βουλοκέρι στα αυτιά μου
να μην ακούω το θόρυβο που κάνει η γενιά μου
λέω «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη»,
μα η μοίρα επιβλήθηκε στην μοναξιά μου

Περαστικά σου,
πήρες κι ένα δάνειο που ‘θελε η πεθερά σου
μαγκιά σου, κούρεψες τα γρασίδια σου
έβγαλες τα φρύδια σου, πήρες τα δαχτυλίδια σου
κι αύξησες τα υπάρχοντά σου

Περαστικά μου, έμεινα να κοιτώ την συμφορά μου
παρηγοριά μου, η λύτρωση απ’ τα δεινά μου
θα δοκιμάσω μπας και βρω τη γιατρειά μου
στα γηρατειά μου εναποθέτω τη χαρά μου

Περαστικά σου, κόλλησαν νέα γρίπη τα παιδιά σου
καιρός να θάψεις τα προσχήματά σου,
άντε να εμβολιάσεις τα δικαιώματά σου
να κάνεις τεμενάδες σ’ όσους τρων απ’ τα δικά σου
και ταΐζουν την τεμπελιά και την ανευθυνότητά σου

Περαστικά μας, μας ψέκασαν μέχρι τα κόκκαλά μας
τα αεροπλάνα θα ποτίσουν τα σπίτια μας με χημικά
Όνειρα γλυκά, περαστικά και ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ
όπως λεν στο Πέραμα τα αλάνια με την περισσή μαγκιά

28.10.09

Εθνική ντροπή

Πλαστική σημαία, εθνική ντροπή
μια σπουδαία μέρα, δε μοιάζει με γιορτή
κουρασμένη μνήμη, ψάχνει τη χαμένη διαδρομή
ζητώ νικοτίνη, να βρω μια αφορμή
να ζωγραφίσω τη γενιά μου πάνω στο χαρτί

Περνάει ο λαός της Ελλάδος εμπρός
μοιάζει μοναχός, του πλανήτη ο αφρός
του ‘ταξαν πολλά, μπήκε στη φωτιά
άρχισε με θυσία, έγινε ανοησία
αηδία στην πορεία, βρώμισε προδοσία

Ξυπόλητος στρατός, παρατημένος νηστικός
να πολεμά για μια πατρίδα,
που ‘χε ήδη χαθεί σε μια παρτίδα
Ανάτρεψε την ιστορία, τόσοι πεθάναν μες τα κρύα
κανείς δεν πήγε να τους ψάξει, να τους κλάψει
δεν είχαν πρόθεση να βάλουνε στην αταξία τάξη

Το είπαν Εθνική Αντίσταση, μα ήταν λαϊκή ανάσταση,
μια γνήσια επανάσταση, κι όχι παλιοκατάσταση
κι είχε ψυχή κι αερικό τον Άρη, τον οπλαρχηγό
του Θόδωρου το θετό γιο, το ξωτικό
που δεν έσκυψε κεφάλι, όταν προσκύνησαν όλοι οι άλλοι
και πέθανε σαν παλικάρι, όχι από γερμανού χέρι
αλλά σε θανατηφόρο αδελφικό καρτέρι

Έφυγε η κατοχή, ήρθαν οι σύμμαχοι οι καλοί
το παίξανε θεοί, μάγοι, ταχυδακτυλουργοί
μοιράσανε την τράπουλα, τάισαν τα κοτόπουλα
με μαθηματικά βγάλαν τα ποσοστά
με τη στατιστική χωρίσανε τη γη
δέκα τοις εκατό εσύ ή εγώ
φιλέτο η Ελλάδα στου Τσώρτσιλ τη φυλλάδα

Φύγαν οι Γερμανοί, μας βομβαρδίζαν οι Εγγλέζοι
κι η Ρώσικη αρκούδα βρήκε την ώρα να το παίζει Ντέιζη
το νέο οικόπεδο πάλι στο σφυρί, ντυμένοι όλοι στο χακί
με κυβερνήσεις μιλημένες, στ’ αφεντικά ξεπουλημένες
με ιδεολογίες καλοστημένες, εγωικά φτιαγμένες
σ’ ένα ηλίθιο εμφύλιο, μια αγελάδα στο θυσιαστήριο
χρίστηκε ο Γράμμος αδελφοκτόνων κοιμητήριο
για ποιον θεό στήθηκε το παράνομο μυστήριο
για ποιανού συμφέρον έγινε η χώρα κολαστήριο

Κι ενώ κλείνουμε ακόμα τις πληγές
η Έλλη Παππά πέθανε χθες
το ερώτημα παραμένει ζωντανό
Σε ποιον ανήκει το Γαλατικό Χωριό
για ποιον πεθάναν και τι προσμένουν οι νεκροί
για ποιον δουλεύουν κι υποφέρουν οι λίγοι ζωντανοί
σε ποιον ανήκει, τέλος πάντων, η Χαλκιδική
ποιος έκαψε την Αττική και βασικά γιατί
ποιος συντηρεί μια επαρχία ευρωπαϊκή
σε μια οικονομική σκλαβιά...

Βγες στην παρέλαση μπροστά
να σταματήσεις τη ντροπή, το βαρεμένο μαθητή
το φανταράκι λουφατζή με την παραλλαγή
το τσίρκο που ‘στησαν και το ‘πανε γιορτή
του γένους μας την παρακμή

26.10.09

Επικήδειος

Στο καφενείο της ζωής τάβλι θα βρεις,
ούζο θα πιεις κι όσο αντέξεις,
πρέφα θα παίξεις
λοφιοφόρος, κουκουλοφόρος της ανοχής
μπάτσος περιχαρής της περιοχής
γυμνός κοντολογής, τσογλάνι της αυλής
κάτω απ’ το φουστάνι μιας αφορμής
χορεύεις τσιφτετέλι, σπας του Αριστοτέλη
τα ούμπαλα και τραλαλά, μαμάκια κερατά
ετούτο το στιχάκι, πες ήτανε λιγάκι
τολμηρό, δεν ήταν να το πω…

Ζούμε στη χώρα του Κεφτέ, εδώ
του Πήτερ Φαν οι οπαδοί, δεν έχουνε να φαν
και τραγουδάν για το Σουδάν
αμάν, ζαμάν, πες τους να παν…

Κοίτα το κώνειο να πιεις, αξιοπρεπής
πίσω μην κοιτάξεις, μην ταραχθείς
ένας λαός θα σε κοιτά και θα σου γνέφει γεια
στο τελευταίο σου ταξίδι να πας καλά
χωρίς πολλά πολλά καμώματα
και καμαρώματα

Ας κλάψουμε όλοι μαζί
και μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει
γιατί, αν το ξανασκεφτεί μπορεί
να θε’ να πάει διακοπές στην Αφρική
Αλί, αλί και τρις αλί
ας κλάψουμε όλοι μαζί

25.10.09

Παρτίδα σκάκι

Μετά το δεύτερο χαστούκι,
καιρός ν’ ανοίξει το σεντούκι
ποιος παριστάνει τον προφήτη,
ποιος χαράζει νόμο σε νεφρίτη
ποιος απαντά σε άσματα επουράνια
ποιος αμολιέται και ξεπουλάει τα σπάνια

Ήρθε ο καιρός να κόψω τα φτερά σου
να βάλεις κάτω απ’ τα σκέλια την ουρά σου
να στείλω αδιάβαστο το μέντορά σου
να δω το αίμα να ξεπλένει τη χαρά σου

Χάιδεψες για πολύ καιρό τ’ αφτιά μου
θέριεψε η αμαρτία στην καρδιά μου
αγόρασες τα πάντα, μα όχι την ειρήνη
ο κόσμος σου χρειάζεται τη νιτρογλυκερίνη
η πασαρέλα στέναξε απ΄ την τόση βαζελίνη
αστροναύτης αν ήμουνα, θα ‘φτανα στη σελήνη
τώρα που μόνος ξέμεινες, ζητώ λίγο γαλήνη
περιφερόμενος ξανά στην απεραντοσύνη

Σε περιμένω να ‘ρθεις πίσω, απ’ το πουθενά
να τραγουδήσω, να χορέψεις πάνω στα καρφιά
να πας ν’ αράξεις λίγο, στ’ αναμμένα κάρβουνα
να κολυμπήσεις στ’ ανοιχτά,
να σκαρφαλώσεις στα βουνά

Να γεννηθείς και να πεθάνεις εφτά φορές
να ζήσεις σα φτωχός, να σε βρουν συμφορές
να αγαπήσεις και να μην αγαπηθείς
να χαραμίσεις τη ζωή σου και ν’ αδικηθείς
να ταλαιπωρηθείς,
πικρό χώμα ν’ αγγίξεις, σαν το τυρί να πήξεις
τη γεύση του μελιού να λησμονήσεις
του πέλα’ου η αρμύρα, να ‘ναι η δικιά σου μοίρα
της νύχτας το σκοτάδι, να κρύψει κάθε σου χάδι

Κάθε παρτίδα σκάκι ξερνά πολύ φαρμάκι
Στέρεψα από υπομονή, άνοιξα καταροσχολή
λόγια σκληρά ακούστηκαν, το μίσος λούστηκαν
φιμώθηκαν, τρελάθηκαν, πέταξαν μα δε χάθηκαν

22.10.09

Εικοσιεννιά

Θα στήσω ένα σκηνικό, απ’ ένα κόσμο δανεικό
δεν θα τον πω ιδανικό, δεν θα ‘χει κάτι εξωτικό
και θ’ αποφύγω να παραμυθιαστώ…

Ο ήλιος καίει, καταμεσήμερο, και τι να λέει;
Η θάλασσα μια ανάσα, δρόμος που σπατάλησα
οι φοίνικες μπορεί να ήτανε εκεί, αλλά
δεν έδωσα σ’ αυτούς καθόλου προσοχή
απ’ τη φθορά κι απ’ τη ντροπή
πήρα λοιπόν αναβολή απ’ τη ζωή
ξεκίνησα διακοπές με σλίπινγκ μπαγκ μπρος στην τιβί
το ίντερνετ το είχα σαν το μαγικό χαπάκι
που θα ‘δινε τη λύση αν κυλούσε το καπάκι

Ύστερα έπιασα δουλειά σε μαγαζί
κι έβγαλα μεροκάματο να πάρω πι-ες-πί
δεν μ’ ένοιαζε καθόλου το φαΐ
ήταν γεμάτο το ψυγείο της μαμάς
με παριζάκι και φιλαντέλφια τυρί

Φραπέδιασα σ’ όλη την παραλιακή
ήταν ο χαβαλές κι η μαλ@κία σ’ ημερήσια διάταξη
συνήθισα να χρησιμοποιώ ταξί
δεν είχα διάθεση να βάλω καμιά τάξη
εντάξει, πρέπει να σκεφτώ πώς θα πάρω τελικά σύνταξη
είμαι εικοσιεννιά, ποιος πάει τώρα μέχρι τα εξηνταεφτά
αυτός ο γολγοθάς θα με τρελάνει…

Τι λε ρε μάγκα; Σε λίγο θα με δω με ροζ φουστάνι
Αρμάνι, δεν κάνει, νέο παιδί κι έγινα χαρμάνι
λέω «ως εδώ, φτάνει», αλλά μόνο αυτό δεν φτάνει
θέλει δουλειά πολύ και βράζει το καζάνι
θέλει οι ζωντανοί και κάνουν μάνι μάνι
η Σούλα ανυπόμονα περιμένει για στεφάνι
μα εσένα, όταν το σκέφτεσαι, πονοκέφαλος σε πιάνει

Χάιδεψε λίγο τώρα το μωρό σου, τον εαυτό σου
τα «απορώ» σου, δεν έχουν δέσει με το ριζικό σου
στρώσου, η σύγχρονη σκλαβιά, ζητάει τη σωρό σου
ανασκουμπώσου, δεν έχεις περιθώρια να κάνεις τον καμπόσο
αναστατώσου, ο Άδης σε παζάρεψε απόψε όσο όσο

20.10.09

Tρύπια μέρα

Μια τρύπια μέρα σαν κι αυτή, μια χαρακιά μες τη ζωή
κάπου θέλεις να τη χώσεις, μια αξία να της δώσεις
λίγο φως να της φορτώσεις, να την πιεις, να μην ενδώσεις
να έχει κάτι από χρυσάφι, κι όχι απ’ το κακό σινάφι
να κοιτάει ουρανό, να πεις δέκα ευχαριστώ,
ζήτα μερικές συγνώμες, κι ύστερα άλλαξε πέντε γνώμες

Μια τρύπια νύχτα σαν κι αυτή, ποιος θέλει να την υποστεί
κοίτα να την ξημερώσεις, σ’ άλλο χρονόμετρο να τη χρεώσεις
Να κοιμηθείς, να ονειρευτείς, να ταξιδέψεις μην ντραπείς
πρόσεχε να ‘σαι ολιγαρκής, μην την ζητάς τοις μετρητοίς
να σεβαστείς την μοναξιά που φέρνει η πλήρης ξαστεριά
κοιμήσου κι άνοιξε πανιά για μια στεριά χωμένη στα βαθιά νερά

19.10.09

Ακούω φωνές

Μπήκα και πάλι σε ρυθμούς καλούς εντατικούς
διατάζει ξεδιάντροπα ο νους, τι θες και τον ακούς;
Το σώμα υπακούει, κινείται, τρέχει σα το Λούη
το πνεύμα απειθαρχεί, μα η ανταρσία του θα παταχθεί

Φωνές τριγύρω μου πολλές, ενοχλητικές
όλοι θα ‘θέλαν προσοχή, για μια στιγμή
μα λιγοστέψαν οι στιγμές, για δες
τελειώσαν και οι Κυριακές, όλες γεμάτες από χθες
φευγάτες γάτες, κομμένες και για σας οι μασκαράτες
ερωτευμένοι ποντικοί, ελάτε έχει εδώ τυρί και φυλακή

Περνάει ο χρόνος, κάτω δεξιά, δεν σταματά
τα δευτερόλεπτα καπνός,
όσο για τα λεπτά κυλούν κι αυτά
σαν χείμαρρος οι ώρες διαμορφώνουν κατηφόρες
μέρα με την ημέρα, μένει η ζωή πιο κει, πιο πέρα
πώς χάθηκαν οι βδομάδες και οι μήνες
τα περασμένα χρόνια θα μας βαραίνουν αιώνια

Τι είναι η ζωή;
Μια διαφήμιση της Microsoft την κάνει κομφετί
Μια αύρα, μια πνοή κατά τον Εκκλησιαστή
μία στιγμή, μια ηδονή, μια αφορμή
είναι του τέλους η αρχή,
του θάνατου του αθάνατου μια προλείανση απλή

18.10.09

Θάνατος

Άντρες με χάντρες κι ωραίες ζάντες
ζωηροί και μάγκες, συκιές με μπάντες
κλωσόπουλα τα πριγκηπόπουλα
χαλάλι σας, το κρίμα στο τομάρι σας

Γυναίκες, χαρά στην πλάση, ζητούν τη φάση
θέλουν να ζήσουν πάθη, πέφτουν σε λάθη
η μοίρα τους να λησμονήσουν, να λησμονηθούν
και να λυγίσουν, απ’ το μηδέν να ξαναρχίσουν

Τι κάνει η φύση όταν το καμπανάκι χτυπήσει
ποιος θα τολμήσει να βρει μια λύση
ποιος θα σηκώσει πρώτος την πέτρα να σκοτώσει
ποιος έχει παραδώσει τα κλειδιά στο σατανά
και ποιος πληρώνει δανεικά για όλα τα στραβά
Τελικά, ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα

Καμάρι μου, πάρ’ το χαμπάρι, πέταξες στο φεγγάρι
για χάρη σου, άσε τον ήλιο να ‘ρθει πλάι σου
τον εαυτό σου δεν έχεις τώρα στο πλευρό σου
παράπονό μου, διάλεξες τον κατήφορό σου
κατηγορώ σου, σκότωσες την ελπίδα στο εγώ σου

16.10.09

Το κουκί και το ρεβίθι

Για δες! Η κρίση ήταν τελικά μια λύση,
που βρήκε η Δύση για να ξανά-πλουτίσει
το υστέρημα του φτωχού ν’ απομυζήσει
την πίτα να ξαναμοιράσει, τι έχει να χάσει;
Τι έχει να κερδίσει; Την ελπίδα να εξαφανίσει
και μαύρο φόβο να σκορπίσει

Πέσαν τελικά τα τείχη,
τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη
αλλά των λαών η λήθη
βάζει φίμωτρο στα πλήθη
Τελικά είμαι κουτορνίθι
το κουκί και το ρεβίθι
ζω μέσα σ’ ένα παραμύθι
δώστου κλώτσο να πάει αλλού
ζω το όνειρο κάποιου άλλου

Αχ πώς χάλασαν τα ήθη, δεν προτάξαμε τα στήθη
ήρθε η πρωτομαγιά κι είπαν είν’ αποκριά
καρναβάλια ξεχυθήκαν μες τους δρόμους
κάποιοι ξέχασαν πως ζουν στους υπονόμους
βάλθηκαν να πετροβολούν τους αστυνόμους
κι αγνοούν ότι η βία περνάει πάντα με νόμους
ενώ παράλληλα…
τ’ αλογάκια τρέχουν στους ιπποδρόμους
και η ζωή κυλά ημιπαρανόμως
κλέβεις λίγο τον πελάτη
ο διάολος σε κάνει συνεργάτη
κρύβεις απ’ την εφορία και γεμίζεις ευφορία
κατεβάζεις εμ-πι-θρί και ολόκληρα ντι-βι-ντί
τσόντες ένα κλικ μακριά, γριές, ζώα και παιδιά
αμάν πια…

Όλα είναι υποκρισία, ανοησία
κι αρρωστημένη φαντασία
ξεκινάει από την βιασμένη εκκλησία
και καταλήγει στην πολιτική ηγεσία
Παλιγγενεσία ζητά του πλανήτη η θυσία
κάτι να θυμίζει την Δευτέρα Παρουσία

15.10.09

Ανώνυμοι πολιτικοί

Πού ‘ναι η ψυχή σου, όταν πονάς
βαρυγκωμάς και ξεφυσάς
τράβα κουπί και μη μιλάς
είσαι στ’ αλήθεια ένας νταλκάς
της εκμετάλλευσης ο μπουνταλάς

Ήρθε η ζωή να σου τα πει
απόψε μία και καλή, απ’ την αρχή
Στη γαλέρα, που διάλεξες να μπεις
θα φτύσεις αίμα, θα ξεφτιλιστείς
χτυπάει με μανία το ταμπούρλο
ο τυμπανιστής
θα κόψει κώλους, μετά συγχωρήσεως,
ο θηριοδαμαστής
τράβα γερά, σπρώξτε διπλά
ο χρησμός θα επιβεβαιωθεί,
πας για τ’ άπατα βαθιά

Οι πάγοι έλιωσαν για τα καλά
το καλοκαίρι μια κρουαζιέρα στην Αρκτική
θα πάνε οι Ανώνυμοι πολιτικοί
με λένε Γιώργο, κι είμαι καλά
με λένε Κώστα τρώω διπλά
με λένε Αλέκα καλά κρασιά
με λένε Φέρη και σας συμφέρει
με λέν’ Αλέξη κι όποιος αντέξει

Εσύ μπροστά τράβα κουπί
είσαι της γαλέρας η μηχανή
να πεις το ποίημα, να ‘σαι το θύμα
χυδαίο ρήμα θες να σκαλίσουν πάνω στο μνήμα
ένα σιχτίρι να ομορφύνει το κοιμητήρι

14.10.09

Χάκερ

Ανίχνευσέ με, σπάσε το κλειδί
ξεκλείδωσέ με, θέλει υπομονή
πίσω απ’ το φως μου ο εαυτός μου
δύσκολο δρόμο πήρες θα μου πεις
το μονοπάτι της παρακμής
δεν με γοήτευσε ποτέ,
ούτε το σκότος μιας λαμπρής στιγμής
είμαι αφελής κι ολίγον οραματιστής
μα όχι σκλάβος της Νέας Εποχής
στα μεταλλεία σας της Χαλκιδικής

Εντόπισέ με, δεν είμαι εκεί
ψάξε στην άβυσσο, στο Τσιμπουτί
μπορείς να βρεις τον μαύρο θερμαστή
μπορείς να κάνεις δυο κωλοτούμπες
να λες αρλούμπες, ν’ ανάβεις λάμπες
μην κάνεις τράμπες, θα πάθεις κράμπες

Είμαι το θύμα, είσαι το βλήμα
είμαι απλός ταραχοποιός,
είσαι στυγνός κακοποιός
Το ‘χω ανάγκη να ζω στα όρια
για σένα στένεψαν τα περιθώρια
πιο ‘κει δεν έχει – γ@μώτο βρέχει –
και θα βραχείς, η ζάχαρη έλιωσε έγινες γης
παιδί ντροπής, ένας νταής, ωτακουστής
Σμιθ τ’ όνομά σου, ήρθε η σειρά σου
να δοξαστείς και να χαθείς, όρκος τιμής

13.10.09

Άγρυπνος πάλι

Άγρυπνος πάλι, μ’ ένα μύθο στο κεφάλι
πάλι σκιά
βγαλμένος από γκραβούρα, χωμένος στη σκοτούρα
τόσο μακριά

Στου πέλαγους την ερημιά, αγκαλιά με τη φωτιά
πάω μπροστά
κι ακολουθεί λαός πολύς, απεγνωσμένος, επιρρεπής
στην μοναξιά

Βάζω στην άκρη τον ρομαντισμό μου
αποσύρομαι στο αποχωρητήριο μου
να βγάλω τα εσώψυχά μου
να φάω κομμάτι απ’ τ’ όνειρά μου
να κατουρήσω τη σκιά μου
αριστερά μου και δεξιά μου
και σαν τραβήξω το καζανάκι
θα βγει ο Γκοτζίλα να κάνει πάρτι

Δικέ μου, ταπεινέ εαυτέ μου
βραδινέ και πρωινέ μου, κουραμπιέ μου
για πε’ μου
τι λέει απόψε το τεφτέρι
ποιος σου χρωστάει κι έχει να φάει
σε βρήκε ξύπνιο το μεσημέρι
φυλάς καρτέρι,
με το ‘να χέρι θα παριστάνεις τον τιμονιέρη
με τ’ άλλο χέρι θα κατεβάζεις τον κουλοχέρη

12.10.09

Yoh, Yah, Yeah!

Γιο, γιο, βολεμένοι (βο-λε-μέ-νοι)
όλης της γης οι ξοφλημένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ντε; Των λαών τα μένη.
Φωτιά και θειάφι, της κόλασης τα βάθη.

Για, για, κουρασμένοι (κου-ρα-σμέ-νοι)
όλης της γης οι αδικημένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ντε; Στων αγγέλων τα τεμένη.
Φωτιά και θειάφι, του Θεού το χρυσάφι.

Γιε, γιε, ηδονισμένοι (η-δο-νι-σμέ-νοι)
όλης της γης οι σοδομισμένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ρε; Μια ζωή πλήρως χαμένη.
Φωτιά και θειάφι, του παράδεισου το αγκάθι.

11.10.09

Μέσα κι έξω απ’ το μαντρί

Κάποιοι έχουν καταλάβει πώς κοιμάται το κοπάδι
ξέρουν πώς να το ταΐσουν, τις ορέξεις του να ικανοποιήσουν
Κάποιοι άλλοι είναι πάλι, των απείθαρχων η ζάλη
τους τσιγκλάνε, τους χτυπάνε, τους πονάνε, τους χαλάνε
και στη λήθη ωθούν τα πλήθη

Όλοι μέσα στο μαντρί, τρώνε απ’ την ίδια πίτα,
η γεύση της είναι πικρή, τ' όνομά της είναι ήττα
άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, μα όλοι μες την ίδια φυλακή
οι κακούργοι κι οι αμνοί, σκλάβοι στη δική τους γη
αφεντάδες και ραγιάδες, επαναστάτες και σοφοί
καθαροί και μασκαράδες, πολιτικοί και κουζουλοί
δερβίσηδες και αστροναύτες, νόμιμοι και παραβάτες

Εργάτες, όλοι στην μυρμηγκοφωλιά, φυλάν σκοπιά
άλλοι μεθοδικοί και τίμιοι
άλλοι φευγάτοι και πειθήνιοι
άλλοι κλεφτρόνια κι άλλοι ψώνια
άλλοι φουσκώνουν, άλλοι σπάνε τα μπαλόνια

Το σύστημα, δηλαδή εμείς
δουλεύει μια χαρά, κοίτα να δεις!
το τρέφουμε, μας τρέφει, όλα καλά
θέλει τα μάτια του νεκρού,
‘κείνου που επισκέφτηκε το αλλού
και που δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά
να βρεις το θάρρος να το πεις
- κι όχι απλά να είσαι ποιητής -
ένας πηλός αν κλέψει τον πηλό
θα θρέψει μόνο το κακό και θα γυρίσει τον τροχό
θα βάλει καύσιμο στην μηχανή που συντηρεί την ανυπακοή
ώστε η προφητεία να εκπληρωθεί, σ’ όλη τη γη

Ποιος ζει απ’ έξω απ’ το μαντρί
και διαφεντεύει το κοπάδι;
Για ποιον η γη κάνει παρέλαση
και μοιάζει η μάχη πρωινή επέλαση;
Λύκοι φυλάνε το μαντρί, προσέχουν όλοι να 'ναι εκεί
κάποιοι που 'ναι άγρυπνοι, μόλις που τους έχουν δει

Κάτσε μια στιγμή να δεις κι εσύ, τα τείχη που έχουν υψωθεί
από του χρόνου την χαραυγή, όταν γεννήθηκε η ντροπή
κι ο μόχθος να γιατρέψει δεν μπορεί, της κατάρας την βαθιά πληγή
Και τότε μόνο θα πεισθείς ότι οι δέκα υποτελείς
δεν πολεμούνται με βρισιές, ούτε όταν έρθουν οι βροχές
Μπορεί μονάχα ο βοσκός, που δόθηκε στους λύκους σαν αμνός
μόνο αν ανοίξει ο ουρανός και λάμψει αστραπή μέσα στο φως
τότε μονάχα το μαντρί θα καθαρίσει, θα εξαγνιστεί

9.10.09

Θόρυβος

Αφουγκράζομαι τη ζωή ν’ ακούσω
το θόρυβο της πόλης αρνούμαι να υπακούσω
κάτι μοναδικό στους ψίθυρους να ανακαλύψω
εύθραυστο σαν την αλήθεια,
ανεκτίμητο πετράδι, τις άναρχες σκέψεις να καλύψω

Μου λείψανε οι μέρες τις απόλυτης σιωπής
επικρατήσανε οι κουβέντες έναντι της σιγής
κραυγές επιθανάτιας αγωνίας
απ’ τους εργάτες μιας παγκόσμιας συνωμοσίας

Οι μουσικές γυμνές κι αφηρημένες
νότες σαν πόρνες στο μυαλό μου πεταμένες
πολιορκούν της ηρεμίας μου το κάστρο
ανοίγουν πύλες να περάσουν οι αντάρτες
βάζουν φωτιά στου ανοιχτ’ ουρανού τους χάρτες

Της ενημέρωσης οι ταγοί, οπλαρχηγοί
στων παραθύρων τα χαρακώματα κάνουν καμώματα
μοιράζουν περιττώματα μετρώντας πτώματα
των αυτιών μου καρκινώματα
ω! ματωμένα χώματα,
οι τάφοι ας ανοίξουνε, οι νεκροί ας μιλήσουνε,
κι ας βρίσουνε

Πολιτικές ντουντούκες, καβάλησαν τις σκούπες
γλώσσα μέσα δεν βάζουν, μας βιάζουν
το θέμα είναι ένα, πως θα βρεθεί μια λύση για τον κανένα
τρομάζω απ’ την απλή τους τη λογική τους
αντέχει το σκαρί τους, μα κάνει θόρυβο η πορδή τους

Και τέλος ο Γιαννάκης κι ο κάθε Βαγγελάκης
που ‘χει μια μηχανή και θέλει κάτι άλλο απ’ τη ζωή
μαρτύριο η μαγκιά του, πλένει η πεθερά τα σώβρακά του
αυτή η απλή μονάδα, σε μια μικρή Ελλάδα
τείνει να γίνει βάρος,
μέχρι κι ο Χάρος ζητάει να τον πάρει, για να νετάρει

8.10.09

Αφασία

Έχω μια αδυναμία,
την κοιλιά μου να χορτάσω,
κι ας σκάσω
Έμαθα γεωμετρία,
την περιέργεια να δαμάσω,
κι ας σπάσω
Έκανα δύο θητείες,
μια στο στρατό μια στη ζωή,
για υποταγή
Κοίταξα να βρω,
το νόημα της συνουσίας με το Θεό,
τι στο καλό

Παρατηρητής απλός, καθώς πρέπει μανιακός
περαστικός, φιλοξενούμενος και ευνοούμενος
δεν βρήκε ο πλανήτης ένα μέρος να στεριώσω
γι αυτό κι εγώ θα τον προδώσω
τ’ άσχημα νέα θα διαδώσω, μην σώσω
και δώσω τη ζωή μου όσο κι όσο
δεν θα τα κακαρώσω, πριν να με καμαρώσω
πρωθυπουργό και αρχηγό
πρόεδρο και στρατηγό
επιτελάρχη, πλανητάρχη, κράχτη
μανούλα μου τον πήδησα το φράχτη

Άντε γιούρια,
να πάρουμε τ’ απέναντι γαϊδούρια
να κάνουμε το γύρω της πλατείας
δεν είναι δα κι η άλωση της Τροίας
πίσω από την συμβολική αυτή πράξη
θα στείλουμε ένα μήνυμα στην έννομη τάξη
θα σπάσουμε τις τζαμαρίες του ορθολογισμού
που λέει πως ανήκουμε σε μαντρί αλλουνού
άντε ντου,
γινήκαμε πολίτες πασπαρτού
όπου φυσάει ο άνεμος σηκώνουμε πανιά
κάνουμε το κομμάτι μας μέσα στη λησμονιά

Άντε γεια,
θα έχει αφασία κι αυτή η αποκριά
μασκαρά, φόρεσες το κοστούμι σου
και πας για τη δουλειά
τι καλά,
στη Σαντορίνη ξόδεψες από πέρσι τα λεφτά,
μια φορά
κι έναν καιρό σου είπανε πως θα περνάς χρυσά
το δυο χιλιάδες εννιά
μα τώρα που ‘φτασες ως εδώ
σου φέρνει για γκρεμός, αυτός ο κορεσμός
μακάρι να ‘ναι λέω αυτός, ο τελευταίος ασπασμός

7.10.09

Στον άγνωστο ψηφοφόρο

Πίσω ποτέ δεν κοιτάς, όπως ο κάθε μασκαράς
πρέπει εμπρός να περπατάς και να ξεχνάς
δεν είσαι εσύ φουκαράς της σειράς
ίνδαλμά σου ο τσαμπουκάς
στο αριστερό ρεύμα μόνιμα οδηγάς
ψηφίζεις κιόλας, ρε δε μας παρατάς

Δώσε μια νότα χαβαλέ, γίνε και λίγο κυριλέ
τράβα μια τζούρα απ’ τον φραπέ, στον καναπέ
άσε τα όχι και τα ναι, τα ξαναλέμε στο σαλέ
βάψε τα νύχια σου σαγρέ, στόχευσε μες τον καμπινέ
ψηφίζεις κιόλας, άσε ρε, δεν το ‘χεις πονηρέ

Έβαλες κοστούμι και γραβάτα, ξέρεις
με τι ταιριάζει η ντομάτα, δεν κάνεις όμως τη σαλάτα
Είσ’ έτοιμος για την καυτή πατάτα,
μια μάπα, μια φάπα και ψωμί ζαπάτα;
Σε πήγαν βόλτα στ’ άστρα βλάκα
Ψήφισες; Τώρα θα στα πω σταράτα

Τι ψηφοφόρος, τι νεκροφόρος
τι αχθοφόρος, τι δορυφόρος
τι ανηφόρος, τι κατηφόρος
τι μισθοφόρος, τι λεωφόρος
θα σου ‘ρθει πάλι ο καλός ο φόρος

Χαρίζεις τη ζωή σου, με την υπογραφή σου
ένα ρουσφέτι η καρδιά σου, όλη η μαγκιά σου
μεγειά σου, χάρη στην τόση ανεμελιά σου
χρέωσες απ’ τα εγγόνια ως τα τρισέγγονά σου
χάσου, καταραμένη η γενιά σου,
βιάσου, την άγνοιά σου βάλτην στ’ αυτιά σου
να μην ακούς τα βογγητά σου
γεια σου, δεν θα με βρεις ποτέ κοντά σου

5.10.09

Η επόμενη μέρα

Δεν είναι κούφια μέρα αυτή, είναι γιορτή
το τσίρκο έφτασε στην πόλη μας να εγκατασταθεί
Δεν είναι έκρηξη χαράς, είναι νταλκάς
είναι η βαβούρα που αναζητεί ο κάθε κερατάς
Μας κούρασε η αναμονή, τώρα σιωπή
ζητούσαμε μιαν αφορμή, να γίνει ανατροπή

Το πείραμα απέτυχε, ο ασθενής δεν έτυχε
μπερδεύτηκαν τα σήματα, σκόρπια ραδιοκύματα
κι άρχισε τότε να μιλά, μηνύματα δυσνόητα
κανείς δεν παρεξήγησε και η ντουντούκα σίγησε

Ο κλόουν έμεινε μονάχος, παράξενα φευγάτος
πάνω στο πάλκο να μας πει,
το τελευταίο αστείο πριν πάει να κοιμηθεί
Πίσω απ’ την κουρτίνα ο θηριοδαμαστής
ψυχρός, ωμός, γυμνός και ευτραφής
προσμένει το κοινό του στη σκιά
καθώς ο ισορροπιστής διασκεδάζει τα παιδιά

Ο γελωτοποιός νεκρός, το παίζει αρχηγός
κι οι ακροβάτες πάνω από το κενό
χαμογελούν στο εύπιστο κοινό
πριν τη βουτιά τους
θα φροντίσουν να γεμίσουν την κοιλιά τους

Λέγεται πως τα τρωκτικά τρώνε τα πάντα
και ζητούν και δανεικά
Κάνουνε και πολλά παιδιά,
μ’ αναπτυγμένα τα ένστικτά τους τα βασικά
η επιβίωση δεν αργεί να γίν’ υπόθεση εθνική

4.10.09

Ξημέρωσε πάλι

Ξημέρωσε ο Θεός και πάλι
οι σκέψεις παλεύουν στο κεφάλι
ποιος θα μαζέψει αυτό το χάλι
ποιος με τ’ άδικο θε’ να τα βάλει
ποιος θα μπει μέσα στο τσουκάλι
που βράζει από την ταξική πάλη
αλλά δεν είμαι εγώ είναι οι άλλοι
και τελικά μες την παραζάλη
άνοιξα το πράσινο μπουκάλι

Μιχάλη,
ποιος θα δεχθεί να σε διαβάλει
και το όνειρό σου να προσβάλει
σε θέλω να πατήσουμε πετάλι
να μπει επιτέλους το νερό μες το κανάλι

Κάλλη,
βγάλε επιτέλους αυτό το σάλι
δεν θα μας σώσουνε τα κάλλη
κάρβουνα βάλε στο μαγκάλι
κι ένα κερί στο μανουάλι

Πασχάλη,
κοίτα η ζωή είναι μεγάλη
κανείς δεν μπορεί να σου την πάρει
δυο φύλλα δυόσμο στο προσκεφάλι
και δεν σε πήρανε χαμπάρι

Σήμερα που ‘ριξα την ψήφο
είπα να παίξω με τον στίχο
να διασκεδάσω την κατάθλιψη
που δημιουργεί η προκατάληψη

3.10.09

Τα γενέθλια του αλήτη

Είχες γενέθλια προχθές κι ήπιες τρεις μπύρες
μετά τα πήρες και κατέβασες καντήλες
έγινες κυβερνήτης ξένου σκάφους
μπούκαρες μέσα σε χορτάτους τάφους

Μες την τρεχάλα την ουσία αγνόησες
έφτασες ως τα όρια μα δεν συγχώρεσες
έτσι κι εσύ θλιβερά ασυγχώρητος θα μείνεις
να βρίζεις, να χαλιέσαι και να πίνεις

Νόμισες πως το θάνατο θα κοροϊδέψεις
θα βάλεις ένα λουκέτο και θα ξεμπερδέψεις
νόμισες πως εσύ θα είσαι ο ένας
που θα τη βγάλει καθαρή με σώας τας φρένας

Μες των ανθρώπων την αυλή
κάνει ο διάολος γιορτή
κείνος κερνάει κι ο ίδιος πίνει
και μόνο στους πολύ δικούς του δίνει
Οι άλλοι κάθονται πιο δίπλα
και τρώνε τα δικά τους νύχια
κι όταν ξεσπάσει η οργή
κανείς δεν θα ‘ρθει να τους σώσει
Πάνω στης μάχης τη βουή
κανείς δεν θα μπορεί να κλάψει
την αγωνία τους να θάψει
τις αλυσίδες τους να σπάσει
στην άλλη όχθη να τους περάσει

Κι εσύ εδώ κι εκεί, περιπλανώμενη ψυχή
να τυραννάς, να τυραννιέσαι
να φτύνεις αίμα και να μην το ευχαριστιέσαι
κορμί κινούμενο απάνω στον πλανήτη
που στάθηκε για σένανε ένα μοιραίο σπίτι

2.10.09

Εξιλέωση

Κάλυψε με τα χέρια σου το πρόσωπο
γράψε μια ημερομηνία και θέσε ορόσημο
μην σβήσεις τα σημάδια από το χάρτη
μην κλάψεις πριν τις δώδεκα του Μάρτη
αν θες κατούρα στο πηγάδι μεσημέρι, όμως
μην κυνηγήσεις πεταλούδες στα δικά μας μέρη

Καρτερικά να περιμένεις να ‘ρθει το φθινόπωρο
θα γράψω στο χαρτί πως χάθηκες στο Βόσπορο
κι άμα γλιστρήσεις στο σκοτάδι, μες στον Άδη
θα ‘ρθω στις τρεις το βράδυ να ρίξω παραγάδι

Στις βόρειες Σποράδες μάζεψε μαύρη ρίγανη
οι όμορφες ημέρες ήρθανε και φύγανε
μην φοβηθείς τον ήλιο που καίει τις παπαρούνες
στην Σιάτιστα ονειρεύονται ακόμα βιζόν γούνες

Κούρεψες το γρασίδι στα πάρκα της Αθήνας
και πριν το καταλάβεις πέρασε ένας μήνας
στη Σαλονίκη μπάρκαρες σ’ ένα σκυλοπνίχτη
και οι κυνηγοί σου χάσαν στο νερό τα ίχνη

Κουράστηκα να συμβουλεύω τις Σειρήνες
να λεν τραγούδια που ταιριάζουνε στις ρίμες
αν λείψεις σήμερα, έλα ξανά το καλοκαίρι
πάνε μετά στις Συμπληγάδες για καρτέρι

Κόψε από μένα, δώσ’ το στον κανένα
πάρε ό,τι δεν έχω, κράτα κι ό,τι έχω
μη ζητάς χάδια,
είσαι ότι είσαι γιατί κουβαλάς σκοτάδια
κούρνιαξε μες το τίποτα σου,
έρχεται όπου να ‘ναι η σειρά σου

1.10.09

Μαλ@κα

Μπήκες στο σπίτι μου μαλ@κα
ψάξε γι’ αγγούρια, κάνε σαλάτα
δοκίμασε τα σώβρακα, δεν κάνω πλάκα
Σταράτα! Πάρε τα τέτοια μου και φάτα

Απ’ τη σπασμένη πόρτα βγες
και στην μιζέρια σου, όπως χθες, μπες
συνέχισε να κατουράς
πάνω στο πιάτο που θα φας

Σβήσε τα φώτα Παναγιώτα
κι έλα για βόλτα στ’ ουρανού την ρότα
βάλε κιλότα Παναγιώτα
κι όταν ξυπνήσεις θα ‘σαι η ίδια κότα

Λες και για σένα έχει φτιαχτεί
λέξη με νόημα πολύ
με ένα λάμδα τόσο, να!
εκεί στη μέση για ν’ ακούγεται καλά
κι άμα το πεις με προφορά
φαντάζει σα να ‘ναι η τελευταία σου φορά

30.9.09

Τιμή σου

Οι λέξεις σου βουβάθηκαν
στέρεψε η δροσιά τους
μαράθηκε η νιότη τους
βρήκε ουρανό η χαρά τους

Ο βαρδάρης τις παρέσυρε
χάθηκαν μες το γιόμα
στη Σαλονίκη μέθυσαν
δεν βρέθηκε το νόημα

Βολέψου τώρα μ’ ό,τι βρεις
πάρε απ’ τη νύχτα της αυγής
ζήσε μ’ αυτή για όσο μπορείς
στην επιβίωση γίνε πρωταθλητής

Δεν πρόκειται να λυτρωθείς
από το νέκταρ δεν θα τραφείς
Μπορεί να ψάξεις μ’ αν χαθείς
μείνε στην πίστη αξιοπρεπής

Τι κουβαλάς στις πλάτες σου;
Σκέβρωσ’ η δυναμή σου
η πίεση της διαδρομής
σκλήρυνε την υπόμονή σου

Τιμή σου
έβαλες τάξη στην ζωή σου
υπήρξες ο θηριοδαμαστής σου
έκανες την ανατροπή σου
τράβηξες την κόκκινη γραμμή σου
γκρέμισες το κακό θυμήσου
είπες αντίο στην ντροπή σου
ανέμισες το λευκό πανί σου
αγάπησες τον βασανιστή σου
έβαλες φράγμα στη φυγή σου
βοήθησες κι άλλους να ‘ρθουν μαζί σου
κράτησες την αποστολή σου

29.9.09

Μετεωρολογικά φαινόμενα

Κάπου βρέχει, κάτι τρέχει
Μέχρι πότε; Μέχρι τότε!
Τώρα μπουμπουνίζει. Τι ώρα αρχίζει;
Πάρε φόρα δεν θ’ αντέξεις και πολύ στη μπόρα
δώσε γκάζι, κάνε κάτι πριν έρθει το χαλάζι

Πλησιάζει η φουρτούνα και με σκιάζει
Μπάζει από παντού ο αέρας και τ’ αγιάζι
δεν πειράζει η οροφή κι αν στάζει
η κατάσταση σηκώνει χάζι

Πάει τρελάθηκε ο καιρός
είμαι πλέον μοναχός,
εγώ κι ο κούκος αδερφός

Κόλπο τρανό, μεγάλο κόλπο
οι αυλικοί το παίξανε σοφοί
πήραν το υφάκι το βαρύ
και πιάσανε μια θέση στην ελληνική Βουλή
Κάθε τέσσερα χρόνια μαζεύουν τα ψαρόνια
υπόσχονται γαλόνια και μακριά κορδόνια
κι εκείνοι ξεπουλάνε λες δεν έχουνε να φάνε
μια θέση σε γραφείο να κάθονται δυο-δύο

Αυτή η φαυλοκρατία κρατάει τα ηνία
μέσα στην δικιά μας ιστορία,
κι εμείς εδώ θεατές, ίσως κι υποκριτές
ζούμε την παρακμή που φέρνουν οι καιροί μαζί

28.9.09

Αγώνας δρόμου

Ως πότε φιλαράκο μου θα είσαι αφελής
να παίρνεις ότι σου πουλάν πάντα τοις μετρητοίς
να είσαι θύμα και ποτέ να μην μπορείς να δεις
το ψέμα τους τ’ αγόρασες κι είσαι περιχαρής

Εκεί κοντά στα δώδεκα μπήκαν μεσ’ τα ‘νειρά σου
σε θρέψανε με ξενέρωτα άσματα της σειράς
σε φόρτωσαν με ενοχές, γιατί λέει η σειρά σου
είναι αδύναμη πολύ και φταίει ο μουσακάς

Έπειτα στα δεκάξι σου εστίασες στο πτυχίο
που θα σου έδινε πολύ αξία και λεφτά
ξεκίνησες λοιπόν κι εσύ για το τρελοκομείο
που λέγεται πανελλαδικές κι έμοιαζες με κιμά

Άντε λοιπόν κατάφερες να μπεις στο χειρουργείο
για μια μεταμόσχευση μυαλού αλλά και μυελού
τότε δεν φανταζόσουνα πως μπαίνεις σε πορνείο
που όλοι εκπαιδεύονται απλά στον ακρωτηριασμό

Φτάσαμε τώρα χαλαρά στην κρίσιμη καμπή
πέρασε μια εφταετία με γλέντια και χαρές
ορκίστηκες στο δώσανε επιτέλους το πτυχίο
τι το ‘θελες τώρα πρέπει ν’ αράξεις Κα.Ψι.Μί

Τα ψέματα τελείωσαν αυτό φωνάζουν όλοι
άντε τώρα μεγάλωσες, πιάσε πια μια δουλειά
ως πότε η οικογένεια θα τρέφει τον αφέντη
άφησες έγκυο τη Ζωή, πάει η λευτεριά

Έτσι κι αλλιώς το ήθελες αυτό το πιτσιρίκι
σ’ έκανε να αισθάνεσαι κι εσύ λίγο σωστός
μα η δουλειά σε πλάκωσε κι ήρθε κι ένα μανίκι
η τράπεζα σου έστειλε μια κάρτα κι ένα boss

Γύρω κει στα σαράντα σου το ‘φαγες το αγγούρι
πήρες και τα κιλάκια σου να δείχνεις ευπρεπής
δεν ήξερες δεν ρώταγες, μεγειά το κελεπούρι
τσίμπησες και μια γκόμενα να δείχνεις μεγακλής

Πέθανε ο πατέρας σου, με ανακοπή στα –ήντα
έπαθες την κρισάρα σου μπροστά στην προοπτική
έκανες ασφάλεια ζωής κι αν φτάσεις στα εβδομήντα
θα αποζημιωθείς διπλά, σύνταξη ονειρική

Έτρεξες σαν καλός αστός έναν αγώνα δρόμου
βήμα το βήμα έφτασες στο τέλος της ζωής
ακόμα δεν κατάφερες να κάνεις το επ’ ώμου
στο τάφο σου η ταφόπλακα θα γράφει «ατζαμής»

27.9.09

Εξομολόγηση

Κούρνιασε στις σκέψεις σου, βγάλε το σκασμό
ανακύκλωσε το σκοτεινό εγώ σου
δούλεψε υποχθόνια χωρίς περιορισμό
και θα φτάσεις στο εσωψυχοχωριό σου

“Γεια σου καλωσόρισες άγνωστε επισκέπτη
ήρθες για να μείνεις ή περνάς απλά;
Της Πανδώρας άνοιξες το κουτί αγύρτη
είναι περιέργεια ή το θέλεις σοβαρά;”

“Άλλοι δεν το τόλμησαν, άλλοι πάλι χαθήκαν
τούτο το ταξίδι δεν κάνανε πολλοί
Γύρισε την πλάτη σου και όλα σβηστήκαν
ακόμα κι η ανάμνηση θα εξαφανιστεί”

Μέσα στην νύχτα αλυχτά ως την αυγή ο λύκος
και θα ‘ρθει αν την πόρτα σου ξεχάσεις ανοιχτή
έχει εμπειρία και μπορεί, δεν καρτερεί αδίκως
ξέρει ο καιρός είναι χρυσός, την πάτησαν πολλοί

Τώρα που στης ψυχής τα άβατα τόλμησες να εισβάλεις
θέλει από δω και μπρος να πάψεις να ‘σαι κατεργάρης
θέλει να ‘σαι προσεκτικός γιατί ο δαίμονάς σου
θα έρθει πίσω δυνατός, να σε βρει μ’ άλλους εφτά φαντάσου

Γι αυτό ετοιμάσου, σκύψε και αφουγκράσου
πάρε ορμή απ’ τον ουρανό και στ’ όνειρο κρεμάσου
πάρε φωτιά, δώσε φωτιά, κάνε το πόνημα σου
μείνε εκεί ασάλευτος, είναι το τίμημά σου
και βιάσου…

26.9.09

Ανασφάλεια vs Αυτοεκτίμηση

Άκουσες τι έγινε εκεί, του Σεπτέμβρη την εξεταστική
μπούκαραν μες το Α.Πι.Θι, στης Βιβλιοθήκης τη σιγή
όχου χαμός και ταραχή, ψάχνανε απλώς δικαίωση
γιατί ήτανε, λέει, η προσβολή μεγάλη κι είχαν υποχρέωση

Μα θα σταθώ στο γεγονός ως παρατηρητής απλός
θα δω τα πράματα αλλιώς σαν να ‘μουνα ηθο-ποιός
θα ρίξω φως μες τις καρδιές, θα πολεμήσω τις κραυγές
οι δημοσιογράφοι πήραν το μπλε χάπι κι είδανε οφθαλμαπάτη

Ήταν λοιπόν η όλη φάση, νορμάλ με δόση από ένταση
για της ομάδας την τιμή, φωτιά, “γ@μώ τον Πειραιά”
είναι τα πράματα απλά, “γεια σου παπά, παπά …”
μα εξελίχθηκε λιγάκι, μπορεί να ‘ταν το πρωινό ουζάκι

Το θέμα είναι τώρα πώς, αντέδρασε ο δόλιος ο λαός
με πανικό και υστερία, γίνεται η τρίχα σαν τριχιά
ο φόβος γίνεται φοβία, και κάνει την πουτ@να γκόμενα
Θα σου την πω την αμαρτία, φταις ρε μπαγάσα που ‘σαι κότα
το ‘χτισες με την οκνηρία, και δεν θα αργήσει να φας πόρτα

Το ζήτημα τώρα είναι ότι, μας πήρανε χαμπάρι πατριώτη
Κοίτα δεν υπάρχει πια ασφάλεια,
- πάρ’ την ευθύνη της ζωής σου -
εκτός αν θες να σε φυλάν σκυλιά τα βράδια
στο σπίτι σου όταν κοιμάσαι,
θα ‘ρθει ο μπαμπούλας, δε φοβάσαι;

Τώρα μην προσβληθείς και βάλεις ράδιο
το μόνο εύκολο να σκίσεις το φυλλάδιο,
μα, πάψε να πολεμάς τα γράμματα, δεν ζητώ ρήξη
μιλάω για λύση, μην κοιτάς το δάχτυλο,
κοίτα μακριά τι έχει να σου δείξει

Είναι λοιπόν κάτι που λέγεται αυτοεκτίμηση
που χτίζεται μέρα με την ημέρα
θέλει δουλειά ν’ αντέξεις την συγκίνηση,
να πας λιγάκι παραπέρα
θέλει να μπεις λίγο σε πρόγραμμα,
ν’ ακούσεις τι έχει να σου πει η πείρα
θέλει να χτυπήσεις κατακέφαλα το πρόβλημα
στο τέλος πιες και μία μπύρα

Χίλια συγνώμη αν σε πρόσβαλα,
πάντως δεν πρόσφερα το μπλε χαπάκι
σκέψου καλά ότι σου πρότεινα,
υπάρχει χρόνος να γυρίσει το καπάκι
της κατσαρόλας που όλοι μέσα βράζουμε,
- σώπα, όπου να ‘ναι θα ‘χει ρεζουμέ -
παράκληση, να μην λυγίσεις αδερφέ!

Υ.Γ.
Για όσους δεν κατάλαβαν, και ψάχνουνε μία λύση
ο Από Μηχανής Θνητός δεν πρότεινε χασίσι
Ο Ρήγας το εφώναξε "θέλει αρετή και τόλμη"
να πάτε στο Σουί-Μπου-Καν να βρείτε το Μανώλη
να κάνετε προπόνηση πάνω στο χαρακτήρα
να νοιώσετε, να ιδρώσετε με αυτοπειθαρχία

25.9.09

Χρήμα, τι κρίμα

Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες
πήρε η ζωή τροπή, έγινε ανατροπή
δόθηκε το ο-κέι στους τραπεζίτες
να γίνουν αρωγοί στην πλουτοκατανομή

Έγιναν δηλαδή τα μεγάλα αφεντικά
οι άξιοι υπηρέτες του θεού τους Μαμωνά
αυτοί πια ανέλαβαν τα χρέη των λαών
αυτοί αποφασίζουν ποιοι θα πεινούν και ποιοι θα τρων

Άκου, το χρήμα παράγεται με χρέος
αέρας κοπανιστός κυκλοφορεί στην αγορά
στα μαγαζιά των αξιών απαξιώνεται η ζωή
και σιγοντάρουν τα τσιράκια οι πολιτικοί
πουλάνε αξιοπρέπεια και ήθος για ένα κομμάτι ψωμί

Κοίτα, οι Τζόκερ είναι πολλοί και πολύ αδίστακτοι
κατευθύνουν τις ζωούλες μας με μαεστρία
ο Νυχτερίδας δεν υπάρχει ή έχει πάει φυλακή
μ’ ελικόπτερα θα πετάξουν μαύρο χρήμα στην κηδεία

Άκου τα μαντάτα κι ετοιμάσου για καυτή πατάτα
ανθρωπάκο μου είσαι βολεμένος και βαθιά εφησυχασμένος
Κοίτα λίγο πιο μακριά από τη μύτη φουκαρά
πριν βρεθείς σε κανά χαντάκι με κατεβασμένα τα βρακιά

24.9.09

Διάλογος μ’ ένα δαίμονα

Γόης, νταβατζής κι υποκριτής
γιος της ανυπακοής
εργάτης της φυγής
της θλίψης γητευτής
πανέμορφων αγγέλων πλανευτής
ας υποδεχτούμε ηχηρά
τ’ αφεντικό της γης

Μην ντραπείς, μην είσαι αφελής
να ‘σαι επιρρεπής και λίγο αγενής
να δοκιμάσεις τον καρπό
της απόλαυσης τον γευστικό
Όταν με ξαναδείς θα 'μαι σε θέση περιωπής
(τότε) έλα σε μένα γιε μου και θα πληρωθείς

Ποιος είσαι μπάρμπα και τι θες;
Ζητάς ψυχές καινούριες καθαρές
παράτησέ με να χαρείς
δεν είμαι φαν της ηδονής

Μιλάς σκληρά, εγώ μπορώ
να κατεβάσω τον ουρανό
έχω τη δύναμη, θα δεις,
να γίνω της μοίρας εξουσιαστής

Κλέψε ό,τι θες, πάρε ό,τι βρεις
μόν’ το χαμόγελο
απ’ το βλέμμα των παιδιών
μην διανοηθείς,
κ@ριόλη να καταχραστείς
γιατί μπροστά σου θα με βρεις

Ωραία τα λες, λυγάς καρδιές.
Πάνω στην κουβέντα ξεχάστηκε ο καφές
Να σε κεράσω να μου πεις
τι νοσταλγείς, τι επιθυμείς
τι θα πουλήσεις να το πάρεις
εφόσον τόσο το γουστάρεις

Μπαγάσα σταμάτα να πουλάς
φούμαρα κι υποσχέσεις της σειράς
εγώ ζητώ με προσευχή
κι ότι ο Θεός θελήσει θα μου δοθεί

Ναι, ναι το άκουσα κι αυτό
ζει κει ψηλά στον ουρανό
κι αφήνει εσένα εδώ στη γη
να κάνεις όλο το κουπί
Φίλε μου άνοιξε τα στραβά
σε κοροϊδέψανε για τα καλά
παπάδες κι άλλοι ειδικοί
εδώ υπάρχει η ζωή
να τη χαρείς να σε χαρεί

συνεχίζεται στη ζωή σου…

23.9.09

Έχει ο Θεός

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο
δείξε μας μίστερ την αλήθεια να χαρείς
μη μας πουλάς χαλκό για σπάνιο μέταλλο
δεν είμαστε πουτ@νες, μην το παίζεις νταβατζής

Λεβάντα μύρισε στο Αιγαίο σούρουπο
τράβηξα για τη Ρούμελη να βρω κεμπάπ
στη Θεσσαλία ακόμα πίνουν τσίπουρο
στην Κρήτη ετοιμάζουν αντεπίθεση στα ΜΑΤ

Ρε που τη βρήκαμε αυτή τη χώρα
‘κει που πεθαίνει παίρνει μπρος η μηχανή
μα σταματάει αμέσως λίγο παραπέρα
άι σιχτίρ με τα πόδια κι όπου βγει

Έχει ο Θεός για ‘μας τους κολασμένους
έχει και δίνει γιατί είναι χουβαρντάς
μακροθυμεί, τώρα μιλώ στους σπουδαγμένους
σαν βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη θα τις φας

Γέμισε ο τόπος πόρνες και πουστρ@κια
στην Τσιμισκή βολτάρουν οι αδερφές
της αποστασίας τα σημάδια στα σοκάκια
χτύπησε καμπανάκι, ένας γύρος τι τα θες

Ο Λιάκο προειδοποίησε την οικουμένη
ο Άδωνης δίδαξε ελληνικό πολιτισμό
ο Μάκης τα ‘πε χύμα μέρα μεσημέρι
ο Κώστας δίνει τώρα στο Γιώργο το δαυλό

Με τόση αταξία τι απομένει;
στενάζει ο Γιανναράς, εκλιπαρεί
στερέψαν οι σοφοί σ’ αυτά τα μέρη
κι ο Επίκουρος αναλύει στη σιγή

Με τόση αναρχία τι απομένει;
ο Ζουράρις είναι τόσο γραφικός
ο ΠΑΟΚ θα ‘ναι πάντα ο χαμένος
πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός

Με τόση κοροϊδία τι απομένει;
πάμε μια βόλτα ως τον Όλυμπο γυμνοί
να βρούμε κάτι νύμφες ξεχασμένες
στ’ όργιο του Διόνυσου μικροί θεοί

Θα ‘θελα να τελειώσω μ’ ένα ψέμα
για την ελπίδα κάτι να φανερωθεί
κάτι να λάμψει μες στην καταιγίδα
κάτι για σένα, φίλε μου, που ‘χεις ζωή

22.9.09

Πέρα στο Πέραμα

Περιπτωσάρα ολκής άλλης εποχής
όπου δύο κι εσύ τρεις
ένας αλήτης αξιοπρεπής
για δες ο χρόνος
ξεχνά τους τολμηρούς θαρρείς

Τα περιστέρια σου σήκωσες απόψε
εσύ δεν ντρέπεσαι να’ σαι εκεί
να κάνεις βόλτες με τα πουλιά σου
έχεις καρδιά που δεν ξέρει να έρπει

Στο περιθώριο πάντα διάλεξες να ζεις
σήμερα εισέπραξες τετρακοεικοσιεπτά
θα φας θα πιεις και θα διπλοκαπνίζεις
στο παραπέντε και δεν έφαγες βουτιά

Σαν πιάσεις τάληρο βάλτο στην τσέπη
τρέχα αγόρασε λίγο τροφή
μες το ξημέρωμα γλυκαίνει η σκέψη
παίζεις ή μελετάς σαν μάγος τη ζωή;

Φωτιά και θάλασσα δεν σε λυγίσαν
μα έχασες τα ρέστα σου απ΄ τη γυνή
με τα βιβλία σου πολλές σ’ αγαπήσαν
να ‘ν’ βλογημένες αυτές όσο κι εσύ

21.9.09

Εν αρχή & εν τέλει

Όταν το δώρο γίνεται αντίδωρο
τότε η θέση γίνεται αντίθεση
είναι η γλώσσα σκληρή και παράξενη
είναι οι ανθρώποι δειλοί και λιγόψυχοι

Η σάρκα και το αίμα Εκείνου π’ αγαπά
θα ξοδευτούν θα αναλωθούν
θα ευλογούν θα συγχωρούν
θα μοιραστούν θα χαριστούν
θα λειτουργούν θα αναστούν
μες τους αιώνες θα καθιστούν
μια νέα αρχή για τον καθένα
μια κάθαρση μέσα στη βρώμα
ας ξεκινήσουμε με μένα
ας τελειώσουμε με σένα

Εν αρχή και εν τέλει
δεν έχει σημασία ποιος πονά και υποφέρει
μα μόνο το ποιος θα τα καταφέρει
εν τέλει
ποιος θ’ αναγεννηθεί μες τη φωτιά
κι αν σφυρηλατηθεί σαν το ατσάλι
κι αντέξει τα μποφόρ που γίνανε πολλά
μην καταλήξει σ’ άδεια αγκαλιά
και βουτηχθεί και πάλι μες το χάλι

Η μάχη αυτή, τ’ ακούς, δε σταματά
χάνονται τα καλύτερα παιδιά
είναι μια μάχη π’ αφορά εμάς τους δύο
και που μπορεί να μας υψώσει
ή να μας χαντακώσει
κι αντίο

Δύναμη που ‘χουν οι λέξεις
εκεί που λες τελειώσαμε ξυπνάνε νέες διαλέξεις

Εν αρχή, λοιπόν, ην ο Λόγος
αόριστος, άναρχος, ακριβολόγος
μοιράζεται μα δεν τελειώνει
καίει κι αλλοιώνει,
μ' αν μπεις μέσα σ’ ανυψώνει
εν τέλει σε λυτρώνει, σε απελευθερώνει
μένει να το βιώσω να ‘χω κι εγώ να δώσω.

20.9.09

Έμαθα πια

Μια δόση νοσταλγία
μια δόση κορεσμός
μια μικρή δόση επιτυχία
πάει, κοιμήθηκε ο αστός

Μα εγώ αστακός
ταμπουρωμένος και καπνισμένος
έτοιμος, για θυσία γεννημένος
περιπλανώμενη σκιά στον ύπνο σας
κάτι σαν βουητό στον ξύπνιο σας

Καίω τα καράβια μου στο λιμάνι
δεν θα γυρίσω πίσω μάνι μάνι
Πνίγω στο αίμα τη ντροπή μου
στον κόσμο κάνω βόλτα την ψυχή μου

Έμαθα πια,
πως τα χτυπήματα θα ‘ναι απανωτά
μες στη ζωή,
πρέπει να είσαι μαχητής και όπου βγει
με τη χαρά,
ξεπλένονται οι κατάρες κι η μιζέρια
με τον καιρό,
αυτό που φαίνεται βουνό χάνεται στο κενό

Δοξασμένες ψυχές
σε σκεβρωμένα κορμιά
Πέμπτη απ’ το τέλος σειρά
αλλά βλέπω καθαρά
το Πνεύμα που τα πάντα κυβερνά

19.9.09

Ονειρεύομαι ξύπνιος

Γράφω στο φως
με πένα που 'χει φτιάξει ο Θεός
Εγώ ένας θνητός
τόσο κοντά στη γη
τόσο μακριά από τον ουρανό
απλώνω να γεμίσω το κενό
παλεύω εκεί, βουλιάζω εδώ

Να! Κουρνιάζει μια εικόνα στο μυαλό
για μια φορά,
για μια φορά κι έναν καιρό
που άγγιξε η γη τον ουρανό
το πράσινο αγκάλιασε το μπλε
τα σύνορα γκρεμίστηκαν θαρρείς
και όλα γίναν πάνω στο Σταυρό
το δεξί έπιασε τ’ αριστερό
η δύση έγινε ανατολή
συμβολικά το τέλος έγινε αρχή

Ξύπνησα στραβά
χωρίς να κοιμηθώ είδα πολλά
πρέπει να το πω
χωρίς έπαρση κι ενθουσιασμό
τ’ όνειρο ήταν αληθινό

17.9.09

Ο καταλληλότερος

Ο άνθρωπος πληγώνεται
πληγώνεται κι οργίζεται
μαθαίνει να τσατίζεται
να σπάει και να κουρεύεται
να γεύεται, δεν παίζεται

Δεν πρέπει να ξεχνάμε
ο άνθρωπος μπορεί,
να λιποψυχήσει να βρίσει
να βγει και να μεθύσει
Φοβάμαι, το ποιοι μας κυβερνάνε
Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουνε πού πάνε

Έκανες τόσα λάθη, αγκάθι
μεγάλο αιχμηρό μου βαλες στο πλευρό
Εντάξει, συγχωρέθηκες για μια
μα συ ζητάς συγχώρεση καμία δεκαριά
Αμά δεν ήσουνα Εσύ, θα ήσουν φυλακή
παιδί για προκοπή
το πλέι-στέσιον στέναξε να καίει ως την αυγή
– προσοχή – θα καούν τα ντιβι-ντί
από την υπερθέρμανση

Τι σου είναι ο άνθρωπος;
Καίγεται η Αττική, ψεκάζουν ντι-vτι-τί
οι μετανάστες κουβαλάν στην πλάτη το σακί
η νεολαία το ‘ριξε στο λόττο οριστικά
για άλλη μια φορά να βρει παρηγοριά στα λεφτά

Οργίζομ’ εγώ, οργίζεσαι κι εσύ
Ντροπή, η ανεργία άγγιξε τα κόκκινα γιατί
το δίκιο του εργάτη είναι πολιτική
τραβάνε το σκοινί
να δούνε ως που φτάνει αυτή η ανοχή

Κοιμούνται στη Βουλή
μ’ έξι χιλιάρικα μισθό - να πα να γ@μηθεί
στην πείνα θα τη βγάλουνε
την δόλια τους ζωή

Λουκέτο τελικά στο μαγαζί
μαζί, θα δούμε στην τιβί
την αλλοτρίωση,
ζωντανοί νεκροί
σκύλιασε να φωνάζει ο Μπερνανκί
θετικά τα μαντάτα απ’ την Αμερική

16.9.09

Λαοκρατία

Κόπιασε μπάρμπα να χαρείς
κι απ’ το κρασάκι μας να πιεις
δε θα βρεις δάκρυα εδώ γιατί
στεγνώσαμε ποτίζοντας τη γη

Λίγο κρασί δεν είν’ ντροπή
Ας πέσει κι απ’ αυτό πάνω στη γη
να γίνει αίμα, θυσίας
μιας ζωής σε αναμονή
χαράς σιγή
Θεού οργή
Πέρασμα απ’ την ήττα σε γιορτή

Όλοι εμείς, πότες θαρρείς
στο ταβερνείο της σιωπής
Κότες, κι ας μην ταραχτεί κανείς,
αντ- αλλάξαμε ματίες, μα ως εκεί
κι έχει η ζωή

Προφήτης κι αλήτης,
το σύνθημα θα δώσω να σταυρωθεί ο Αμνός
κι ας ήμουνα ο πιο αμαρτωλός
για τους πολλούς μπορεί ο Ένας να χαθεί

Τώρα ξανά, εικονικά
θα παίξουμε το θέατρο βουβά
Λαοκρατία στην εξουσία
με αρχηγούς μια συμμορία
τι να την κάν’ς την ιδεολογία
άμα κρυφτείς – ο γυμνός – πίσω απ΄ την αμαρτία

Συντρόφια μην παρεξηγηθώ,
τρέφω συμπάθεια στον αγνό κομμουνισμό
και μεγάλο σεβασμό σ’ όσους πέθαναν και βασανίστηκαν
μ’ ένα όνειρο ζωής πατριωτικό

Αλλ’ άλλο εκείνοι
κι άλλο η ανία που μας ντύνει
Αυτή η ανία ταΐζει τώρα την αναρχία
αυτή η σαπίλα συντηρεί άψογα την καφρίλα

Τ’ άσπρο αγόρι, σκλάβος ακόμα
κι είναι σε κώμα
μα τον φροντίζουν, θέλουν να ζήσει
να τους ψηφίζει, να ψάχνει λύση
να τους χρωστάει και όσο πάει

Λαοκρατία θες συνουσία με την Ουσία
να πας ν’ αράξεις στην πανδαισία
να βρεις γαλήνη στην εκκλησία
να γίνεις σύγχρονη Θεοκρατία

15.9.09

Εχθροί και φίλοι

Εχθροί στη ζωή, φίλοι στο θάνατο
άνοιξα την πόρτα, κέρασα βάλσαμο
έτριξα τα δόντια, έσκισα σάρκες
βγήκα μπροστά, τίναξα νάρκες
πήρα φωτιά, θέρισα ντροπή
μες την ενοχή, δεν κάνεις προκοπή

14.9.09

Μηδέν εις το πηλήκιον

Γιώργιο είσαι ημί--- Θεός
Εσύ πρωθυπουργός
κι εγώ ταπί και ψύ--- χραιμός

Ένας λαός μικρός, ασθενικός
ζητά ψωμί, ζητά
καπού να βολευτεί, κι ας πληγωθεί
ας γίν’ γελιογραφία σε χαρτί

Τι να σου πω; Σου βγάζω το καπέλο το ψηλό
Τι να σου πω; Κατάφερες κάτι μοναδικό

Γιώργο μπορείς--- μπορείς
να γίνεις ηγεμόνας ‘λης της γης
Ολίγιστος αλλά, έχεις π@π@ρι@ να
Άστους όλους εδώ και φύγε πάνε πάρε το Ευρώ
- Σήκωσέ το το γ@μημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ --

Εσύ το ζεις, τ’ όνειρό τ’ Αμερικανικό
Λέω το ζεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς
αν και νεκρός, σεμνός και ταπεινός
έχεις καρδιά, μεγάλη σαν μια πεπονιά
κερνάς λεφτά, να θρέψεις την επόμενη γενιά

Τι να σου πω; Σου βγάζω το καπέλο το ψηλό
Τι να σου πω; Κατάφερες κάτι μοναδικό

13.9.09

Πολιτικό σκηνικό

Γύρνα σελίδα στ’ αποκαΐδια
άσε τα νάζια και χοροπήδα
Βάλε μπροστά ξέχνα τα ποσοστά
μια κουτσουλιά βρωμίζει τα νερά

Πιάσε το ντέφι και κάνε κέφι
Μια μπόρα πέρασε φύγαν τα νέφη
μια άλλη έρχεται και τι μ’ αυτό
το εμπεδώσαμε το σκεπτικό

Μια κουταλιά νερό μου φτάνει να πνιγώ
Μια κουταλιά λεμόνι και η ζωή μεγαλώνει
Κάθεσαι και κοιτάς απ’ το μπαλκόνι
μια μάνα που την κόρη της μαλώνει

Η άσπρη κατσαρίδα ανήκει στην πανίδα
Η κόκκινη ακρίδα αναζητεί πατρίδα
Ο γκρίζος σκαραβαίος θα πολιτευτεί τυχαίως
πάνω στα κόπρανά του θα τρώνε τα παιδιά του

12.9.09

Ο αυτόχειρας κι η γυναίκα του

Άσπρο πουκάμισο λέρωσες απόψε
αγκάλιασες το ψέμα σου νωρίς
το έρμο μαχαίρι σου πιάσε και κόψε
κει που ανδρώθηκες πια δεν χωρείς

Τα άδεια χέρια σου έπλυνες ίσως
για να ‘ρθει η Άνοιξη πήρες ρεπό
άφησες πίσω σου έχθρες και μίσος
τ’ άψυχο κουφάρι σου βγήκε στον αφρό

Ο πόνος σου πάγωσε μέσα στη νύχτα
ο μύθος θέριεψε ως την αυγή
τα ωραία στήθια σου λύσε και ρίχτα
σε κοινή θέαση δεν είν’ ντροπή

Αργά τ’ απόγεμα κίνησες να βρεις
δέντρο με τον παράνομο καρπό
σε περιπλάνηση φρόντισε νάβγεις
χωρίς ενδοιασμό δάγκωσε το λωτό

11.9.09

Οκτώ χρόνια μετά

Το ψέμα έγινε τρανό
κάλυψε μέσα στον χαμό
όλη τη γη σε μια στιγμή
πέσαν οι πύργοι οι διπλοί

Εκεί λοιπόν η ανθρωπότης
τον ήπιε λες και ήταν πότης
λες και δεν είχε περιθώρια
να δει πιο πέρα από τη μύτη
λες και την πιάσανε τα ζόρια
να νοιώσει λίγο κι αυτή pity

Το ψέμα γίνηκε τρανό
το γυάλισαν να μοιάζ’ χρυσό
να ‘ναι πολύ ελκυστικό
να θες ξανά να το γευτείς
να τρέξεις πάνω να καείς

Δεν θα κρατήσω μυστικό
θα στρέψω τ’ όπλο στο κενό
να καθαρίσει το μυαλό
απ’ τη σαβούρα, τη θολούρα
που ‘φερε η αναμπουμπούλα

5.9.09

Ελληνική λεβεντιά

Οι Έλληνες στη φύση τους
έχουν την αμφισβήτηση
δεν δέχονται αυθεντίες
‘δω δε χωρά ούτε συζήτηση

Πόσες φορές τα κάστανα
θα μπούνε στη φωτιά
για μας η επανάσταση
είναι μια φραπεδιά

Δώστου το βήμα του Ρωμιού
κι άστον κει να μιλάει
να κυβερνάει να πολεμάει
και να αγκομαχάει

Φιλοσοφίες του ποδιού
μας έφεραν το γάλα του πουλιού
μας στέρησαν όμως το νου
ξεχάσαμε τα βασικά αλλού

2.9.09

Ποιος είμαι

Είμαι η φωνή που απόρριψε η ΤιΒί
είμαι μια κραυγή που δεν μπορεί να εκφραστεί
μέσα απ’ το ποδόσφαιρο και την πολιτική

Είμαι ζωντανός για πόσο ακόμα ο φτωχός
είμαι και νεκρός μιας άλλης μέρας κληρονόμος
στα χνάρια που άφησε Αυτός ο ένας και μοναδικός

Είμαι πουθενά, στο τίποτα έκατσα αρκετά
είμαι σιωπηλός, στου κόσμου τη βουή αμνός
που βγήκε έξω απ’ το μαντρί, λίγο για να δροσιστεί

Είμαι μια γροθιά, βρώμικη κάτω στ’ αχαμνά
είμαι η μαμά που ‘γινε ξάφνου πεθερά
να προστατέψει την τιμή του γιου που βγήκε στο σφυρί

Υπομονή υπομονή τελειών’ η ζωή μας η μικρή
Είμαι η τελεία στη σελίδα αυτή
είμαι ο καπνός που σκόρπισε και χάθηκε στο φως

1.9.09

Ψυχογράφημα

Πολιτογραφημένος ως Άβελ
δηλωμένος στο σύστημα ως Κάιν
της θυσίας ο καπνός θα δείξει
προς πια μεριά η πλάστιγγα θα στρίψει
κι αν τελικά θα υπάρξει ρίξη

Σωστός ο θνητός
της μηχανής κουβαλάει το φως
Mortalis. Mortalis ex maccina
Κι από δω και μπρος
θα το παίξει και λίγο Θεός. Oss!

Τρελός ο θνητός
η ομορφιά του θε’ να γίνει καπνός
θα σκορπίσει το βιος
δεν θ’ αντέξει της μοίρας το βάρος
της συνήθειας θα γίνει κουμπάρος
μέχρι να τον πάρει ο Χάρος

31.8.09

Τέλος Αυγούστου

Τέλος καλοκαιριού
κι εγώ ‘μαι αλλού
τέλος μιας εποχής
κι αρχή μιας άλλης πονηρής

Τέλος κι έχω φτερά
σπασμένα, μα άνοιξα πανιά
για κει που λίγοι θε’ να παν
μιας και δεν έχει πολλά να φαν

Τέλος, πατάω εδώ γερά
σε αλόγου στάση σταθερά
θα το παλέψω όπως μπορώ,
θ’ ανέβω πάνω στο βουνό
κι από κει ως τον ουρανό
να δω την φάση αφ’ υψηλού
να μπω το πλάνο του Θεού

30.8.09

Απολογία

Μες το τετράδιο των σκέψεων
κρίθηκα ένοχος καλών προθέσεων
ανέβασα τον πήχη, είπα αλήθειες
κατέγραψα τον πόνο σε συνέχειες

Ε, λοιπόν κόσμε έχεις δίκαιο
δεν ήρθαν όλοι εδώ να βρούνε δίκαιο
κάποιοι ήρθαν απλά για να περάσουν
να πιούνε το φαρμάκι και να σκάσουν

Της θλίψης το νερό δεν θα το πιω
της στενοχώριας τ’ αναφιλητό να δω
κίτρινα δάκρυα πέσανε στη γη
και πότισαν το κόκκινο χαλί

Έν’ έμαθα απ’ τη ζωή, να βρεις το ρεύμα
στην κόντρα έχει ζόρι, δεν κάνω πνεύμα
μια συμβουλή από τους πεθαμένους
που ‘χαν την έμπνευση
να παίξουν τους χαροκαμένους

29.8.09

Δυο μέτρα δυο σταθμά

Απόψε η μοίρα με ‘λουσε
με δυόσμο και κανέλα
δεν ειν’ αργά για έρωτες
αρκεί να βρέξει όπως χθες
κόψε αν θες τις αγκαλιές
στρώσε κρινάκια και έλα

Μύρισε γύρω η γειτονιά
μια μάνα κάπου αγροικά
δεν θέλει ίσως ο Θεός
να γίνει και ξεσηκωμός
και η φωνή διαταγή
το όχι δεν σηκώνει
από γενιά σ’ άλλη γενιά
ό,τι αγαπά πληγώνει

Πάρε δυο μέτρα δυο σταθμά
και στείλε τους αγγέλους
να ρίξουν μέσα στη φωτιά
ότι δεν έκαψε η σιωπή
ότι ζητά δικαίωση
κι ας γίνει η αρχή του τέλους

25.8.09

Όλα στα κάρβουνα

Βγαλμένος μέσα απ’ την φωτιά
τον καπνό και το κυνηγητό
μεθυσμένος πάλι, αλλά και
στεφανωμένος Διόνυσε
λησμόνησες τους τραγοπόδαρους
που πισώπλατα σε χτύπησαν και
μοιράστηκαν το κορμί σου
μέσα από τις στάχτες της ντροπής

Ο φίλος σου ο πρωτομάρτυρας
δεν άντεξε στο λιθοβολισμό
της ηλιθιότητας των μαζών
κι ο γείτονας Μαραθώνας
τον δικό του μαραθώνα έτρεξε
για να φτάσει – εν τέλει – στην Πεντέλη
για ένα κλαδί αγριελιάς
για ένα γ@μώτο ελληνοπρεπές
βουτηγμένο στο αναφιλητό

Ο άγγελος του θανάτου φύσηξε
κι όλοι συμφώνησαν
- κοιτώντας τον Ουρανό –
ότι τα μποφόρ ήταν πολλά Άρη
(πάνω στο συλλογισμό
στα σπλάχνα τους
μια τζούρα φραπέ έστειλαν)

Λωτ που πας; Το σκας;
Στη φωτιά και στο θειάφι
το σπίτι σου παραδόθηκε
Την αμαρτία μόνο
μαζί σου κουβάλησες
καλά κρυμμένη
στο σπέρμα σου.

20.8.09

Μπούχτησα

Πόσες φορές θε’ να στο πω
δεν ξέρω αν αντέξω
να ζω εγώ στο όνειρο
και συ να ‘σαι απ’ έξω

Σε άλλες πλάνες αγκαλιές
ήρθε ο καιρός να μπλέξω
μα έχω και συνείδηση
που δεν πουλά μια κι έξω

Κάθε αυγή μια προσευχή
πλανιέται στον αέρα
(ένας λαός, μια άνοιξη)
δώσ’ μου φτερά να βγω ψηλά
να πάμε παραπέρα

Ελλάς γελάς, μας ξεγελάς
φοράς φουστάνι με άχαρα στρας
κι άμα δε σπάσει ο τσαμπουκάς
δεν θα φανεί η αλήθεια που ζητάς

18.8.09

Όλα καινά

Ο ήλιος μας παραπλανεί
με τις στροφές της μας μπερδεύει η γη
ο χρόνος είναι μονάχα μια στιγμή
κι είναι χρόνος ολάκερος κάθε στιγμή

Το ‘πε κι ο Κύριος αλλά
ποιος έχει ευαίσθητα αυτιά
ν’ ακούσει μες την λησμονιά

Και να! Με μιας όλα καινά!
με μια θυσία που ‘μοιαζε απλά
να ‘ναι κοινότυπη αλλά
άλλαξε ξαφνικά η τροχιά
το σύμπαν γίνηκε παιδί
δέχτηκε την ανατροπή

17.8.09

Η γειτονιά μου

Ο παλιατζής είναι κοντά σας
είναι στη γειτονιά σας

Μια μάνα στο μυαλό της
τα βάσανα της κόρης της στριφογυρίζει
λες και θα πάρει παράταση
χρόνια λες και της περισσεύουν

Ένας πατέρας τους φόβους του
συντηρεί κι επεξεργάζεται
στην επόμενη γενιά διστάζει
να δώσει τη σκυτάλη, να λευτερωθεί

Ένας άντρας δικαίωση για τα λάθη του
ψάχνει, την κλεψύδρα βλέπει ν’ αδειάζει
κενά μνήμης και φθορά παρατηρεί
της ιστορίας το σεντούκι ανοίγει
στο κενό ν’ ακροβατήσει

Μια σύζυγος πίσω από εσφαλμένες
αντιλήψεις ταμπουρώνεται
της μάνας της τα τραύματα χαϊδεύοντας
κι εκείνη να πονέσει αναζητεί

Ένας γιος πρωτότοκος πριν γεννηθεί
καλά καλά στις πλάτες τα βάρη σήκωσε
θεούς και δαίμονες δεν γνώριζε
όταν τον στείλαν να τους πολεμήσει

Μια κόρη που νεράιδες κι άγγελοι
να την πλανέψουν βάλθηκαν
σιγά σιγά τα κάστρα της κάνει
διαστημόπλοια, κι αργότερα ποιος ξέρει
για έρωτες μαγικούς θα σαλπάρει

Ο Βενιαμίν τη σιωπή των λέξεων διάλεξε
για να κάνει την παρουσία του αισθητή
ότι κάτι σπάνιο είναι, να προαναγγείλει
με άγνωστους φόβους τις καρδιές να κερδίσει

Πόσο μικρά των άλλων
τα προβλήματα φαίνονται
Πόσο τα δικά μας
στο μυαλό γιγαντώνονται

16.8.09

Εξισώσεις

Ζωή ίσον επίλυση
προβλημάτων ανάλυση και σύνθεση

Ζωή ίσον χαρά
μέχρι την επόμενη κατραπακιά

Ζωή ίσον ευτυχία
παζλ που του λείπουν κομμάτια

Ζωή ίσον υγεία
με φραπέ στην παραλία

Ζωή ίσον υπομονή
τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα

Ζωή ίσον επιμονή
το κεφάλι μας στον τοίχο χτυπάμε

Ζωή ίσον αναμονή
για τη λύτρωση που ο θάνατος θα φέρει

Ζωή ίσον ελπίδα
ότι κάποιος τη θέση μας θα πάρει σύντομα

14.8.09

Κορόιδο

Κορόιδο ίσως πιάστηκα
κι έχασα δέκα χρόνια
κι έπειτα το κατάλαβα
κι έχασα δέκα ακόμα

Συμπέρασμα δεν έβγαλα
ο άνθρωπος τι είναι
κι ούτε πολύ κατέληξα
το σφάλμα τίνος είναι
(σκάσε λοιπόν και πίνε)

Ποιος είπε πως τους φόβους του
ξεπέρασε για πάντα
είναι εκεί και καρτερούν
να σου ριχτούν στα –άντα

Ποτέ οι ερινύες σου
δεν θα σ’ εγκαταλείψουν
θα ‘ναι εδώ να σε τσιγκλούν
γη κι ουρανός να εκλείψουν

12.8.09

Συμπέρασμα

Μόνοι μας φτιάχνουμε τους ωκεανούς
των βασάνων μας
για να ‘χουμε να κολυμπήσουμε
για να ‘χουμε να ωριμάσουμε
και καμιά φορά πνιγόμαστε
από τον ίδιο μας τον εμετό
θλιβεροί θύτες και θύματα
των θεωριών μας

Ω, ανδρείε ναυαγέ μην τα παρατάς
στη μέση του πελάγους
έχει στεργιές να ξεπροβάλουν
στον ορίζοντα της άγνοιάς σου
και νέες μεγαλύτερες περιπέτειες
που ‘τε φαντάζεσαι ότι θα σέ βρουν
κι ούτε χρειάζεται να γνωρίζεις
ενώ με τα κυματάκια της πισίνας σου
πλατσουρίζεις

Κι αν δειλιάσεις,
να ‘σαι έτοιμος να πληρώσεις το τίμημα
της ολιγοψυχίας σου

10.8.09

Πήρε καιρό

Μου πήρε καιρό να το καταλάβω
και το αναπάντεχο να προλάβω
μα δεν συμβαίνει μόνο σε μένα
πονάει κι εσένα, γιατί είναι ψέμα

Πήρε ζωή κι άφησε στάχτες
παπαγαλάκια είχε και κράχτες
πατήθηκαν σύνορα πέσαν οι φράχτες

Αδιάβαστοι πολλοί φύγαν γενναία
τα ζόμπι του συστήματος μείναν εδώ
δυστυχώς να μας κρατούν παρέα

9.8.09

Κουβάρι

Ποιος τυλίγει το κουβάρι
Ποιος θολώνει τα νερά
Ποιος (εκ)παιδεύει το κουτάβι
Ποιος μας ρίχνει στην (α)λησμονιά

Μες το σκοτάδι
παλεύω νάβρω
μια ‘κρη για την ανθρώπινη ψυχή
Αλλ’ είν’ γραμμένο
(καλά κρυμμένο) στο D.N.A
ό,τι παιδεύει,
ό,τι αγριεύει,
ό,τι εξυψώνει,
κι ό,τι πληγώνει
ό,τι αγιάζει
ό,τι κραυγάζει
ό,τι αξιώνει κι απαξιώνει τη ζωή

Τάμπουλα ράζα (κίτρινα βάζα)
Ποιος να πιστέψει (ανούσια σκέψη)
Έχει γονίδιο η τρέλα
Η αξιοπρέπεια, η ανδρεία δεν είν’ για όλους
(είναι γραμμένο να γλύψεις κώλους)

Η περηφάνεια κυλά στο αίμα
Η ελευθερία ζει στις καρδιές
Δεν θα τη βρεις (σε πλάνες αγκαλιές)

Η αρχοντιά ζητά αντάλλαγμα
(μια ζωή στο παρανάλωμα)
Πρέπει να το ‘χεις
για να περνάς τα βράδια
παρέα με τ’ αστέρια
μακριά απ’ των ανθρώπων τα σκοτάδια

Η πίστη θέλει κότσια
Ν’ αντέξεις, να εκτεθείς
(στη λογική να μην πνιγείς)
Σαλός για το λαό
Φρικιό, χτικιό για το Θεό

Δεν ξετυλίγει το κουβάρι
Δεν καθαρίζουν τα νερά
Θα μας πλανούν σαν το κουτάβι
Θα ζούμε στην αλησμονιά

26.7.09

Ελλάς

Ελλάς, γιατί πονάς; (τι τσαμπουνάς;)
Και φούμαρα πουλάς;
Ελλάς ποιος είμαι εγώ
(παράσημο ανδρείας δεν φορώ)
για να με δεις νεκρό

Μας έχουνε ξεκάνει (τι λες;)
Άγγλοι κι Αμερικάνοι
Μας έχουνε προδώσει (ταπεινώσει)
(από παλιά δεν μας γουστάραν) ούτε οι Ρώσοι

Μας λείψανε οι ηγέτες (κι οι νομοθέτες)
Περίσσεψαν οι κλέφτες
(χορέψαν τσιφτετέλι) οι καρέκλες
Τιγκάραν οι κοιλιές (κοπήκαν οι πολλές αναστολές)
Χορτάτες κατσαρίδες
αναζητούν τις νέες μας (χαμένες) πατρίδες

Βρέχει χαλάζι (τι σε πειράζει)
Ο κόσμος βράζει
Η Νέα Εποχή έχει και χάζι
Το Τζάιτ Γκάιστ άνοιξε γκάζι
Κι αντί να φέξει άρχισε…
(οριστικά να σκοτεινιάζει)
(πω πω χαμός) Κλαυθμός και οδυρμός

Άνοιξε το κουτί της (η Πανδώρα)
κι έστειλε δώρα
Και τώρα μες την μπόρα
(βρήκες και συ την ώρα) πήρα φόρα
Μα καμιά ανηφόρα
δεν λέει να σταματήσει αυτή τη νεκροφόρα

Ελλάς που πας;
Ξυπόλητη στ’ αγκάθια τριγυρνάς
Χωρίς σκοπό, χωρίς σκοπό, χωρίς σκοπό…
Χωρίς αποστολή κι είναι ντροπή…
Σιωπή! Παρακαλώ ενός λεπτού σιγή
(για τη νεκρή)

Ελλάς κλαδί αγριελιάς
Το πολεμάς (μην το τραβάς!) μας τυρρανάς

Εμείς… (τι πας να πεις;)
Δεν βρήκαμε αποκούμπι στο χασίς
Εμείς… (κόψε τις μ@λ@κίες να χαρείς)
Πιστέψαμε στο όνειρο ζωής
(δε σταματάς;) δεν σταματώ θα σας τα πω

Εσείς, θα θέλατε να βγάλω το σκασμό
Μα εμείς (ντροπή και να το πεις)
Τσακώσαμε (αγγίξαμε) από το ρούχο το Χριστό
(και τώρα περιμένουμε) το λιθοβολισμό

Βάλε κι εσύ στιχάκι (να νοιώσεις χάπι)
Άνοιξε την καρδιά σου (άνοιξε το μυαλό σου)
Δώσε ουσία στο θυμό σου
και στο κατηγορώ σου