30.9.09

Τιμή σου

Οι λέξεις σου βουβάθηκαν
στέρεψε η δροσιά τους
μαράθηκε η νιότη τους
βρήκε ουρανό η χαρά τους

Ο βαρδάρης τις παρέσυρε
χάθηκαν μες το γιόμα
στη Σαλονίκη μέθυσαν
δεν βρέθηκε το νόημα

Βολέψου τώρα μ’ ό,τι βρεις
πάρε απ’ τη νύχτα της αυγής
ζήσε μ’ αυτή για όσο μπορείς
στην επιβίωση γίνε πρωταθλητής

Δεν πρόκειται να λυτρωθείς
από το νέκταρ δεν θα τραφείς
Μπορεί να ψάξεις μ’ αν χαθείς
μείνε στην πίστη αξιοπρεπής

Τι κουβαλάς στις πλάτες σου;
Σκέβρωσ’ η δυναμή σου
η πίεση της διαδρομής
σκλήρυνε την υπόμονή σου

Τιμή σου
έβαλες τάξη στην ζωή σου
υπήρξες ο θηριοδαμαστής σου
έκανες την ανατροπή σου
τράβηξες την κόκκινη γραμμή σου
γκρέμισες το κακό θυμήσου
είπες αντίο στην ντροπή σου
ανέμισες το λευκό πανί σου
αγάπησες τον βασανιστή σου
έβαλες φράγμα στη φυγή σου
βοήθησες κι άλλους να ‘ρθουν μαζί σου
κράτησες την αποστολή σου

29.9.09

Μετεωρολογικά φαινόμενα

Κάπου βρέχει, κάτι τρέχει
Μέχρι πότε; Μέχρι τότε!
Τώρα μπουμπουνίζει. Τι ώρα αρχίζει;
Πάρε φόρα δεν θ’ αντέξεις και πολύ στη μπόρα
δώσε γκάζι, κάνε κάτι πριν έρθει το χαλάζι

Πλησιάζει η φουρτούνα και με σκιάζει
Μπάζει από παντού ο αέρας και τ’ αγιάζι
δεν πειράζει η οροφή κι αν στάζει
η κατάσταση σηκώνει χάζι

Πάει τρελάθηκε ο καιρός
είμαι πλέον μοναχός,
εγώ κι ο κούκος αδερφός

Κόλπο τρανό, μεγάλο κόλπο
οι αυλικοί το παίξανε σοφοί
πήραν το υφάκι το βαρύ
και πιάσανε μια θέση στην ελληνική Βουλή
Κάθε τέσσερα χρόνια μαζεύουν τα ψαρόνια
υπόσχονται γαλόνια και μακριά κορδόνια
κι εκείνοι ξεπουλάνε λες δεν έχουνε να φάνε
μια θέση σε γραφείο να κάθονται δυο-δύο

Αυτή η φαυλοκρατία κρατάει τα ηνία
μέσα στην δικιά μας ιστορία,
κι εμείς εδώ θεατές, ίσως κι υποκριτές
ζούμε την παρακμή που φέρνουν οι καιροί μαζί

28.9.09

Αγώνας δρόμου

Ως πότε φιλαράκο μου θα είσαι αφελής
να παίρνεις ότι σου πουλάν πάντα τοις μετρητοίς
να είσαι θύμα και ποτέ να μην μπορείς να δεις
το ψέμα τους τ’ αγόρασες κι είσαι περιχαρής

Εκεί κοντά στα δώδεκα μπήκαν μεσ’ τα ‘νειρά σου
σε θρέψανε με ξενέρωτα άσματα της σειράς
σε φόρτωσαν με ενοχές, γιατί λέει η σειρά σου
είναι αδύναμη πολύ και φταίει ο μουσακάς

Έπειτα στα δεκάξι σου εστίασες στο πτυχίο
που θα σου έδινε πολύ αξία και λεφτά
ξεκίνησες λοιπόν κι εσύ για το τρελοκομείο
που λέγεται πανελλαδικές κι έμοιαζες με κιμά

Άντε λοιπόν κατάφερες να μπεις στο χειρουργείο
για μια μεταμόσχευση μυαλού αλλά και μυελού
τότε δεν φανταζόσουνα πως μπαίνεις σε πορνείο
που όλοι εκπαιδεύονται απλά στον ακρωτηριασμό

Φτάσαμε τώρα χαλαρά στην κρίσιμη καμπή
πέρασε μια εφταετία με γλέντια και χαρές
ορκίστηκες στο δώσανε επιτέλους το πτυχίο
τι το ‘θελες τώρα πρέπει ν’ αράξεις Κα.Ψι.Μί

Τα ψέματα τελείωσαν αυτό φωνάζουν όλοι
άντε τώρα μεγάλωσες, πιάσε πια μια δουλειά
ως πότε η οικογένεια θα τρέφει τον αφέντη
άφησες έγκυο τη Ζωή, πάει η λευτεριά

Έτσι κι αλλιώς το ήθελες αυτό το πιτσιρίκι
σ’ έκανε να αισθάνεσαι κι εσύ λίγο σωστός
μα η δουλειά σε πλάκωσε κι ήρθε κι ένα μανίκι
η τράπεζα σου έστειλε μια κάρτα κι ένα boss

Γύρω κει στα σαράντα σου το ‘φαγες το αγγούρι
πήρες και τα κιλάκια σου να δείχνεις ευπρεπής
δεν ήξερες δεν ρώταγες, μεγειά το κελεπούρι
τσίμπησες και μια γκόμενα να δείχνεις μεγακλής

Πέθανε ο πατέρας σου, με ανακοπή στα –ήντα
έπαθες την κρισάρα σου μπροστά στην προοπτική
έκανες ασφάλεια ζωής κι αν φτάσεις στα εβδομήντα
θα αποζημιωθείς διπλά, σύνταξη ονειρική

Έτρεξες σαν καλός αστός έναν αγώνα δρόμου
βήμα το βήμα έφτασες στο τέλος της ζωής
ακόμα δεν κατάφερες να κάνεις το επ’ ώμου
στο τάφο σου η ταφόπλακα θα γράφει «ατζαμής»

27.9.09

Εξομολόγηση

Κούρνιασε στις σκέψεις σου, βγάλε το σκασμό
ανακύκλωσε το σκοτεινό εγώ σου
δούλεψε υποχθόνια χωρίς περιορισμό
και θα φτάσεις στο εσωψυχοχωριό σου

“Γεια σου καλωσόρισες άγνωστε επισκέπτη
ήρθες για να μείνεις ή περνάς απλά;
Της Πανδώρας άνοιξες το κουτί αγύρτη
είναι περιέργεια ή το θέλεις σοβαρά;”

“Άλλοι δεν το τόλμησαν, άλλοι πάλι χαθήκαν
τούτο το ταξίδι δεν κάνανε πολλοί
Γύρισε την πλάτη σου και όλα σβηστήκαν
ακόμα κι η ανάμνηση θα εξαφανιστεί”

Μέσα στην νύχτα αλυχτά ως την αυγή ο λύκος
και θα ‘ρθει αν την πόρτα σου ξεχάσεις ανοιχτή
έχει εμπειρία και μπορεί, δεν καρτερεί αδίκως
ξέρει ο καιρός είναι χρυσός, την πάτησαν πολλοί

Τώρα που στης ψυχής τα άβατα τόλμησες να εισβάλεις
θέλει από δω και μπρος να πάψεις να ‘σαι κατεργάρης
θέλει να ‘σαι προσεκτικός γιατί ο δαίμονάς σου
θα έρθει πίσω δυνατός, να σε βρει μ’ άλλους εφτά φαντάσου

Γι αυτό ετοιμάσου, σκύψε και αφουγκράσου
πάρε ορμή απ’ τον ουρανό και στ’ όνειρο κρεμάσου
πάρε φωτιά, δώσε φωτιά, κάνε το πόνημα σου
μείνε εκεί ασάλευτος, είναι το τίμημά σου
και βιάσου…

26.9.09

Ανασφάλεια vs Αυτοεκτίμηση

Άκουσες τι έγινε εκεί, του Σεπτέμβρη την εξεταστική
μπούκαραν μες το Α.Πι.Θι, στης Βιβλιοθήκης τη σιγή
όχου χαμός και ταραχή, ψάχνανε απλώς δικαίωση
γιατί ήτανε, λέει, η προσβολή μεγάλη κι είχαν υποχρέωση

Μα θα σταθώ στο γεγονός ως παρατηρητής απλός
θα δω τα πράματα αλλιώς σαν να ‘μουνα ηθο-ποιός
θα ρίξω φως μες τις καρδιές, θα πολεμήσω τις κραυγές
οι δημοσιογράφοι πήραν το μπλε χάπι κι είδανε οφθαλμαπάτη

Ήταν λοιπόν η όλη φάση, νορμάλ με δόση από ένταση
για της ομάδας την τιμή, φωτιά, “γ@μώ τον Πειραιά”
είναι τα πράματα απλά, “γεια σου παπά, παπά …”
μα εξελίχθηκε λιγάκι, μπορεί να ‘ταν το πρωινό ουζάκι

Το θέμα είναι τώρα πώς, αντέδρασε ο δόλιος ο λαός
με πανικό και υστερία, γίνεται η τρίχα σαν τριχιά
ο φόβος γίνεται φοβία, και κάνει την πουτ@να γκόμενα
Θα σου την πω την αμαρτία, φταις ρε μπαγάσα που ‘σαι κότα
το ‘χτισες με την οκνηρία, και δεν θα αργήσει να φας πόρτα

Το ζήτημα τώρα είναι ότι, μας πήρανε χαμπάρι πατριώτη
Κοίτα δεν υπάρχει πια ασφάλεια,
- πάρ’ την ευθύνη της ζωής σου -
εκτός αν θες να σε φυλάν σκυλιά τα βράδια
στο σπίτι σου όταν κοιμάσαι,
θα ‘ρθει ο μπαμπούλας, δε φοβάσαι;

Τώρα μην προσβληθείς και βάλεις ράδιο
το μόνο εύκολο να σκίσεις το φυλλάδιο,
μα, πάψε να πολεμάς τα γράμματα, δεν ζητώ ρήξη
μιλάω για λύση, μην κοιτάς το δάχτυλο,
κοίτα μακριά τι έχει να σου δείξει

Είναι λοιπόν κάτι που λέγεται αυτοεκτίμηση
που χτίζεται μέρα με την ημέρα
θέλει δουλειά ν’ αντέξεις την συγκίνηση,
να πας λιγάκι παραπέρα
θέλει να μπεις λίγο σε πρόγραμμα,
ν’ ακούσεις τι έχει να σου πει η πείρα
θέλει να χτυπήσεις κατακέφαλα το πρόβλημα
στο τέλος πιες και μία μπύρα

Χίλια συγνώμη αν σε πρόσβαλα,
πάντως δεν πρόσφερα το μπλε χαπάκι
σκέψου καλά ότι σου πρότεινα,
υπάρχει χρόνος να γυρίσει το καπάκι
της κατσαρόλας που όλοι μέσα βράζουμε,
- σώπα, όπου να ‘ναι θα ‘χει ρεζουμέ -
παράκληση, να μην λυγίσεις αδερφέ!

Υ.Γ.
Για όσους δεν κατάλαβαν, και ψάχνουνε μία λύση
ο Από Μηχανής Θνητός δεν πρότεινε χασίσι
Ο Ρήγας το εφώναξε "θέλει αρετή και τόλμη"
να πάτε στο Σουί-Μπου-Καν να βρείτε το Μανώλη
να κάνετε προπόνηση πάνω στο χαρακτήρα
να νοιώσετε, να ιδρώσετε με αυτοπειθαρχία

25.9.09

Χρήμα, τι κρίμα

Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες
πήρε η ζωή τροπή, έγινε ανατροπή
δόθηκε το ο-κέι στους τραπεζίτες
να γίνουν αρωγοί στην πλουτοκατανομή

Έγιναν δηλαδή τα μεγάλα αφεντικά
οι άξιοι υπηρέτες του θεού τους Μαμωνά
αυτοί πια ανέλαβαν τα χρέη των λαών
αυτοί αποφασίζουν ποιοι θα πεινούν και ποιοι θα τρων

Άκου, το χρήμα παράγεται με χρέος
αέρας κοπανιστός κυκλοφορεί στην αγορά
στα μαγαζιά των αξιών απαξιώνεται η ζωή
και σιγοντάρουν τα τσιράκια οι πολιτικοί
πουλάνε αξιοπρέπεια και ήθος για ένα κομμάτι ψωμί

Κοίτα, οι Τζόκερ είναι πολλοί και πολύ αδίστακτοι
κατευθύνουν τις ζωούλες μας με μαεστρία
ο Νυχτερίδας δεν υπάρχει ή έχει πάει φυλακή
μ’ ελικόπτερα θα πετάξουν μαύρο χρήμα στην κηδεία

Άκου τα μαντάτα κι ετοιμάσου για καυτή πατάτα
ανθρωπάκο μου είσαι βολεμένος και βαθιά εφησυχασμένος
Κοίτα λίγο πιο μακριά από τη μύτη φουκαρά
πριν βρεθείς σε κανά χαντάκι με κατεβασμένα τα βρακιά

24.9.09

Διάλογος μ’ ένα δαίμονα

Γόης, νταβατζής κι υποκριτής
γιος της ανυπακοής
εργάτης της φυγής
της θλίψης γητευτής
πανέμορφων αγγέλων πλανευτής
ας υποδεχτούμε ηχηρά
τ’ αφεντικό της γης

Μην ντραπείς, μην είσαι αφελής
να ‘σαι επιρρεπής και λίγο αγενής
να δοκιμάσεις τον καρπό
της απόλαυσης τον γευστικό
Όταν με ξαναδείς θα 'μαι σε θέση περιωπής
(τότε) έλα σε μένα γιε μου και θα πληρωθείς

Ποιος είσαι μπάρμπα και τι θες;
Ζητάς ψυχές καινούριες καθαρές
παράτησέ με να χαρείς
δεν είμαι φαν της ηδονής

Μιλάς σκληρά, εγώ μπορώ
να κατεβάσω τον ουρανό
έχω τη δύναμη, θα δεις,
να γίνω της μοίρας εξουσιαστής

Κλέψε ό,τι θες, πάρε ό,τι βρεις
μόν’ το χαμόγελο
απ’ το βλέμμα των παιδιών
μην διανοηθείς,
κ@ριόλη να καταχραστείς
γιατί μπροστά σου θα με βρεις

Ωραία τα λες, λυγάς καρδιές.
Πάνω στην κουβέντα ξεχάστηκε ο καφές
Να σε κεράσω να μου πεις
τι νοσταλγείς, τι επιθυμείς
τι θα πουλήσεις να το πάρεις
εφόσον τόσο το γουστάρεις

Μπαγάσα σταμάτα να πουλάς
φούμαρα κι υποσχέσεις της σειράς
εγώ ζητώ με προσευχή
κι ότι ο Θεός θελήσει θα μου δοθεί

Ναι, ναι το άκουσα κι αυτό
ζει κει ψηλά στον ουρανό
κι αφήνει εσένα εδώ στη γη
να κάνεις όλο το κουπί
Φίλε μου άνοιξε τα στραβά
σε κοροϊδέψανε για τα καλά
παπάδες κι άλλοι ειδικοί
εδώ υπάρχει η ζωή
να τη χαρείς να σε χαρεί

συνεχίζεται στη ζωή σου…

23.9.09

Έχει ο Θεός

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο
δείξε μας μίστερ την αλήθεια να χαρείς
μη μας πουλάς χαλκό για σπάνιο μέταλλο
δεν είμαστε πουτ@νες, μην το παίζεις νταβατζής

Λεβάντα μύρισε στο Αιγαίο σούρουπο
τράβηξα για τη Ρούμελη να βρω κεμπάπ
στη Θεσσαλία ακόμα πίνουν τσίπουρο
στην Κρήτη ετοιμάζουν αντεπίθεση στα ΜΑΤ

Ρε που τη βρήκαμε αυτή τη χώρα
‘κει που πεθαίνει παίρνει μπρος η μηχανή
μα σταματάει αμέσως λίγο παραπέρα
άι σιχτίρ με τα πόδια κι όπου βγει

Έχει ο Θεός για ‘μας τους κολασμένους
έχει και δίνει γιατί είναι χουβαρντάς
μακροθυμεί, τώρα μιλώ στους σπουδαγμένους
σαν βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη θα τις φας

Γέμισε ο τόπος πόρνες και πουστρ@κια
στην Τσιμισκή βολτάρουν οι αδερφές
της αποστασίας τα σημάδια στα σοκάκια
χτύπησε καμπανάκι, ένας γύρος τι τα θες

Ο Λιάκο προειδοποίησε την οικουμένη
ο Άδωνης δίδαξε ελληνικό πολιτισμό
ο Μάκης τα ‘πε χύμα μέρα μεσημέρι
ο Κώστας δίνει τώρα στο Γιώργο το δαυλό

Με τόση αταξία τι απομένει;
στενάζει ο Γιανναράς, εκλιπαρεί
στερέψαν οι σοφοί σ’ αυτά τα μέρη
κι ο Επίκουρος αναλύει στη σιγή

Με τόση αναρχία τι απομένει;
ο Ζουράρις είναι τόσο γραφικός
ο ΠΑΟΚ θα ‘ναι πάντα ο χαμένος
πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός

Με τόση κοροϊδία τι απομένει;
πάμε μια βόλτα ως τον Όλυμπο γυμνοί
να βρούμε κάτι νύμφες ξεχασμένες
στ’ όργιο του Διόνυσου μικροί θεοί

Θα ‘θελα να τελειώσω μ’ ένα ψέμα
για την ελπίδα κάτι να φανερωθεί
κάτι να λάμψει μες στην καταιγίδα
κάτι για σένα, φίλε μου, που ‘χεις ζωή

22.9.09

Πέρα στο Πέραμα

Περιπτωσάρα ολκής άλλης εποχής
όπου δύο κι εσύ τρεις
ένας αλήτης αξιοπρεπής
για δες ο χρόνος
ξεχνά τους τολμηρούς θαρρείς

Τα περιστέρια σου σήκωσες απόψε
εσύ δεν ντρέπεσαι να’ σαι εκεί
να κάνεις βόλτες με τα πουλιά σου
έχεις καρδιά που δεν ξέρει να έρπει

Στο περιθώριο πάντα διάλεξες να ζεις
σήμερα εισέπραξες τετρακοεικοσιεπτά
θα φας θα πιεις και θα διπλοκαπνίζεις
στο παραπέντε και δεν έφαγες βουτιά

Σαν πιάσεις τάληρο βάλτο στην τσέπη
τρέχα αγόρασε λίγο τροφή
μες το ξημέρωμα γλυκαίνει η σκέψη
παίζεις ή μελετάς σαν μάγος τη ζωή;

Φωτιά και θάλασσα δεν σε λυγίσαν
μα έχασες τα ρέστα σου απ΄ τη γυνή
με τα βιβλία σου πολλές σ’ αγαπήσαν
να ‘ν’ βλογημένες αυτές όσο κι εσύ

21.9.09

Εν αρχή & εν τέλει

Όταν το δώρο γίνεται αντίδωρο
τότε η θέση γίνεται αντίθεση
είναι η γλώσσα σκληρή και παράξενη
είναι οι ανθρώποι δειλοί και λιγόψυχοι

Η σάρκα και το αίμα Εκείνου π’ αγαπά
θα ξοδευτούν θα αναλωθούν
θα ευλογούν θα συγχωρούν
θα μοιραστούν θα χαριστούν
θα λειτουργούν θα αναστούν
μες τους αιώνες θα καθιστούν
μια νέα αρχή για τον καθένα
μια κάθαρση μέσα στη βρώμα
ας ξεκινήσουμε με μένα
ας τελειώσουμε με σένα

Εν αρχή και εν τέλει
δεν έχει σημασία ποιος πονά και υποφέρει
μα μόνο το ποιος θα τα καταφέρει
εν τέλει
ποιος θ’ αναγεννηθεί μες τη φωτιά
κι αν σφυρηλατηθεί σαν το ατσάλι
κι αντέξει τα μποφόρ που γίνανε πολλά
μην καταλήξει σ’ άδεια αγκαλιά
και βουτηχθεί και πάλι μες το χάλι

Η μάχη αυτή, τ’ ακούς, δε σταματά
χάνονται τα καλύτερα παιδιά
είναι μια μάχη π’ αφορά εμάς τους δύο
και που μπορεί να μας υψώσει
ή να μας χαντακώσει
κι αντίο

Δύναμη που ‘χουν οι λέξεις
εκεί που λες τελειώσαμε ξυπνάνε νέες διαλέξεις

Εν αρχή, λοιπόν, ην ο Λόγος
αόριστος, άναρχος, ακριβολόγος
μοιράζεται μα δεν τελειώνει
καίει κι αλλοιώνει,
μ' αν μπεις μέσα σ’ ανυψώνει
εν τέλει σε λυτρώνει, σε απελευθερώνει
μένει να το βιώσω να ‘χω κι εγώ να δώσω.

20.9.09

Έμαθα πια

Μια δόση νοσταλγία
μια δόση κορεσμός
μια μικρή δόση επιτυχία
πάει, κοιμήθηκε ο αστός

Μα εγώ αστακός
ταμπουρωμένος και καπνισμένος
έτοιμος, για θυσία γεννημένος
περιπλανώμενη σκιά στον ύπνο σας
κάτι σαν βουητό στον ξύπνιο σας

Καίω τα καράβια μου στο λιμάνι
δεν θα γυρίσω πίσω μάνι μάνι
Πνίγω στο αίμα τη ντροπή μου
στον κόσμο κάνω βόλτα την ψυχή μου

Έμαθα πια,
πως τα χτυπήματα θα ‘ναι απανωτά
μες στη ζωή,
πρέπει να είσαι μαχητής και όπου βγει
με τη χαρά,
ξεπλένονται οι κατάρες κι η μιζέρια
με τον καιρό,
αυτό που φαίνεται βουνό χάνεται στο κενό

Δοξασμένες ψυχές
σε σκεβρωμένα κορμιά
Πέμπτη απ’ το τέλος σειρά
αλλά βλέπω καθαρά
το Πνεύμα που τα πάντα κυβερνά

19.9.09

Ονειρεύομαι ξύπνιος

Γράφω στο φως
με πένα που 'χει φτιάξει ο Θεός
Εγώ ένας θνητός
τόσο κοντά στη γη
τόσο μακριά από τον ουρανό
απλώνω να γεμίσω το κενό
παλεύω εκεί, βουλιάζω εδώ

Να! Κουρνιάζει μια εικόνα στο μυαλό
για μια φορά,
για μια φορά κι έναν καιρό
που άγγιξε η γη τον ουρανό
το πράσινο αγκάλιασε το μπλε
τα σύνορα γκρεμίστηκαν θαρρείς
και όλα γίναν πάνω στο Σταυρό
το δεξί έπιασε τ’ αριστερό
η δύση έγινε ανατολή
συμβολικά το τέλος έγινε αρχή

Ξύπνησα στραβά
χωρίς να κοιμηθώ είδα πολλά
πρέπει να το πω
χωρίς έπαρση κι ενθουσιασμό
τ’ όνειρο ήταν αληθινό

17.9.09

Ο καταλληλότερος

Ο άνθρωπος πληγώνεται
πληγώνεται κι οργίζεται
μαθαίνει να τσατίζεται
να σπάει και να κουρεύεται
να γεύεται, δεν παίζεται

Δεν πρέπει να ξεχνάμε
ο άνθρωπος μπορεί,
να λιποψυχήσει να βρίσει
να βγει και να μεθύσει
Φοβάμαι, το ποιοι μας κυβερνάνε
Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουνε πού πάνε

Έκανες τόσα λάθη, αγκάθι
μεγάλο αιχμηρό μου βαλες στο πλευρό
Εντάξει, συγχωρέθηκες για μια
μα συ ζητάς συγχώρεση καμία δεκαριά
Αμά δεν ήσουνα Εσύ, θα ήσουν φυλακή
παιδί για προκοπή
το πλέι-στέσιον στέναξε να καίει ως την αυγή
– προσοχή – θα καούν τα ντιβι-ντί
από την υπερθέρμανση

Τι σου είναι ο άνθρωπος;
Καίγεται η Αττική, ψεκάζουν ντι-vτι-τί
οι μετανάστες κουβαλάν στην πλάτη το σακί
η νεολαία το ‘ριξε στο λόττο οριστικά
για άλλη μια φορά να βρει παρηγοριά στα λεφτά

Οργίζομ’ εγώ, οργίζεσαι κι εσύ
Ντροπή, η ανεργία άγγιξε τα κόκκινα γιατί
το δίκιο του εργάτη είναι πολιτική
τραβάνε το σκοινί
να δούνε ως που φτάνει αυτή η ανοχή

Κοιμούνται στη Βουλή
μ’ έξι χιλιάρικα μισθό - να πα να γ@μηθεί
στην πείνα θα τη βγάλουνε
την δόλια τους ζωή

Λουκέτο τελικά στο μαγαζί
μαζί, θα δούμε στην τιβί
την αλλοτρίωση,
ζωντανοί νεκροί
σκύλιασε να φωνάζει ο Μπερνανκί
θετικά τα μαντάτα απ’ την Αμερική

16.9.09

Λαοκρατία

Κόπιασε μπάρμπα να χαρείς
κι απ’ το κρασάκι μας να πιεις
δε θα βρεις δάκρυα εδώ γιατί
στεγνώσαμε ποτίζοντας τη γη

Λίγο κρασί δεν είν’ ντροπή
Ας πέσει κι απ’ αυτό πάνω στη γη
να γίνει αίμα, θυσίας
μιας ζωής σε αναμονή
χαράς σιγή
Θεού οργή
Πέρασμα απ’ την ήττα σε γιορτή

Όλοι εμείς, πότες θαρρείς
στο ταβερνείο της σιωπής
Κότες, κι ας μην ταραχτεί κανείς,
αντ- αλλάξαμε ματίες, μα ως εκεί
κι έχει η ζωή

Προφήτης κι αλήτης,
το σύνθημα θα δώσω να σταυρωθεί ο Αμνός
κι ας ήμουνα ο πιο αμαρτωλός
για τους πολλούς μπορεί ο Ένας να χαθεί

Τώρα ξανά, εικονικά
θα παίξουμε το θέατρο βουβά
Λαοκρατία στην εξουσία
με αρχηγούς μια συμμορία
τι να την κάν’ς την ιδεολογία
άμα κρυφτείς – ο γυμνός – πίσω απ΄ την αμαρτία

Συντρόφια μην παρεξηγηθώ,
τρέφω συμπάθεια στον αγνό κομμουνισμό
και μεγάλο σεβασμό σ’ όσους πέθαναν και βασανίστηκαν
μ’ ένα όνειρο ζωής πατριωτικό

Αλλ’ άλλο εκείνοι
κι άλλο η ανία που μας ντύνει
Αυτή η ανία ταΐζει τώρα την αναρχία
αυτή η σαπίλα συντηρεί άψογα την καφρίλα

Τ’ άσπρο αγόρι, σκλάβος ακόμα
κι είναι σε κώμα
μα τον φροντίζουν, θέλουν να ζήσει
να τους ψηφίζει, να ψάχνει λύση
να τους χρωστάει και όσο πάει

Λαοκρατία θες συνουσία με την Ουσία
να πας ν’ αράξεις στην πανδαισία
να βρεις γαλήνη στην εκκλησία
να γίνεις σύγχρονη Θεοκρατία

15.9.09

Εχθροί και φίλοι

Εχθροί στη ζωή, φίλοι στο θάνατο
άνοιξα την πόρτα, κέρασα βάλσαμο
έτριξα τα δόντια, έσκισα σάρκες
βγήκα μπροστά, τίναξα νάρκες
πήρα φωτιά, θέρισα ντροπή
μες την ενοχή, δεν κάνεις προκοπή

14.9.09

Μηδέν εις το πηλήκιον

Γιώργιο είσαι ημί--- Θεός
Εσύ πρωθυπουργός
κι εγώ ταπί και ψύ--- χραιμός

Ένας λαός μικρός, ασθενικός
ζητά ψωμί, ζητά
καπού να βολευτεί, κι ας πληγωθεί
ας γίν’ γελιογραφία σε χαρτί

Τι να σου πω; Σου βγάζω το καπέλο το ψηλό
Τι να σου πω; Κατάφερες κάτι μοναδικό

Γιώργο μπορείς--- μπορείς
να γίνεις ηγεμόνας ‘λης της γης
Ολίγιστος αλλά, έχεις π@π@ρι@ να
Άστους όλους εδώ και φύγε πάνε πάρε το Ευρώ
- Σήκωσέ το το γ@μημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ --

Εσύ το ζεις, τ’ όνειρό τ’ Αμερικανικό
Λέω το ζεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς
αν και νεκρός, σεμνός και ταπεινός
έχεις καρδιά, μεγάλη σαν μια πεπονιά
κερνάς λεφτά, να θρέψεις την επόμενη γενιά

Τι να σου πω; Σου βγάζω το καπέλο το ψηλό
Τι να σου πω; Κατάφερες κάτι μοναδικό

13.9.09

Πολιτικό σκηνικό

Γύρνα σελίδα στ’ αποκαΐδια
άσε τα νάζια και χοροπήδα
Βάλε μπροστά ξέχνα τα ποσοστά
μια κουτσουλιά βρωμίζει τα νερά

Πιάσε το ντέφι και κάνε κέφι
Μια μπόρα πέρασε φύγαν τα νέφη
μια άλλη έρχεται και τι μ’ αυτό
το εμπεδώσαμε το σκεπτικό

Μια κουταλιά νερό μου φτάνει να πνιγώ
Μια κουταλιά λεμόνι και η ζωή μεγαλώνει
Κάθεσαι και κοιτάς απ’ το μπαλκόνι
μια μάνα που την κόρη της μαλώνει

Η άσπρη κατσαρίδα ανήκει στην πανίδα
Η κόκκινη ακρίδα αναζητεί πατρίδα
Ο γκρίζος σκαραβαίος θα πολιτευτεί τυχαίως
πάνω στα κόπρανά του θα τρώνε τα παιδιά του

12.9.09

Ο αυτόχειρας κι η γυναίκα του

Άσπρο πουκάμισο λέρωσες απόψε
αγκάλιασες το ψέμα σου νωρίς
το έρμο μαχαίρι σου πιάσε και κόψε
κει που ανδρώθηκες πια δεν χωρείς

Τα άδεια χέρια σου έπλυνες ίσως
για να ‘ρθει η Άνοιξη πήρες ρεπό
άφησες πίσω σου έχθρες και μίσος
τ’ άψυχο κουφάρι σου βγήκε στον αφρό

Ο πόνος σου πάγωσε μέσα στη νύχτα
ο μύθος θέριεψε ως την αυγή
τα ωραία στήθια σου λύσε και ρίχτα
σε κοινή θέαση δεν είν’ ντροπή

Αργά τ’ απόγεμα κίνησες να βρεις
δέντρο με τον παράνομο καρπό
σε περιπλάνηση φρόντισε νάβγεις
χωρίς ενδοιασμό δάγκωσε το λωτό

11.9.09

Οκτώ χρόνια μετά

Το ψέμα έγινε τρανό
κάλυψε μέσα στον χαμό
όλη τη γη σε μια στιγμή
πέσαν οι πύργοι οι διπλοί

Εκεί λοιπόν η ανθρωπότης
τον ήπιε λες και ήταν πότης
λες και δεν είχε περιθώρια
να δει πιο πέρα από τη μύτη
λες και την πιάσανε τα ζόρια
να νοιώσει λίγο κι αυτή pity

Το ψέμα γίνηκε τρανό
το γυάλισαν να μοιάζ’ χρυσό
να ‘ναι πολύ ελκυστικό
να θες ξανά να το γευτείς
να τρέξεις πάνω να καείς

Δεν θα κρατήσω μυστικό
θα στρέψω τ’ όπλο στο κενό
να καθαρίσει το μυαλό
απ’ τη σαβούρα, τη θολούρα
που ‘φερε η αναμπουμπούλα

5.9.09

Ελληνική λεβεντιά

Οι Έλληνες στη φύση τους
έχουν την αμφισβήτηση
δεν δέχονται αυθεντίες
‘δω δε χωρά ούτε συζήτηση

Πόσες φορές τα κάστανα
θα μπούνε στη φωτιά
για μας η επανάσταση
είναι μια φραπεδιά

Δώστου το βήμα του Ρωμιού
κι άστον κει να μιλάει
να κυβερνάει να πολεμάει
και να αγκομαχάει

Φιλοσοφίες του ποδιού
μας έφεραν το γάλα του πουλιού
μας στέρησαν όμως το νου
ξεχάσαμε τα βασικά αλλού

2.9.09

Ποιος είμαι

Είμαι η φωνή που απόρριψε η ΤιΒί
είμαι μια κραυγή που δεν μπορεί να εκφραστεί
μέσα απ’ το ποδόσφαιρο και την πολιτική

Είμαι ζωντανός για πόσο ακόμα ο φτωχός
είμαι και νεκρός μιας άλλης μέρας κληρονόμος
στα χνάρια που άφησε Αυτός ο ένας και μοναδικός

Είμαι πουθενά, στο τίποτα έκατσα αρκετά
είμαι σιωπηλός, στου κόσμου τη βουή αμνός
που βγήκε έξω απ’ το μαντρί, λίγο για να δροσιστεί

Είμαι μια γροθιά, βρώμικη κάτω στ’ αχαμνά
είμαι η μαμά που ‘γινε ξάφνου πεθερά
να προστατέψει την τιμή του γιου που βγήκε στο σφυρί

Υπομονή υπομονή τελειών’ η ζωή μας η μικρή
Είμαι η τελεία στη σελίδα αυτή
είμαι ο καπνός που σκόρπισε και χάθηκε στο φως

1.9.09

Ψυχογράφημα

Πολιτογραφημένος ως Άβελ
δηλωμένος στο σύστημα ως Κάιν
της θυσίας ο καπνός θα δείξει
προς πια μεριά η πλάστιγγα θα στρίψει
κι αν τελικά θα υπάρξει ρίξη

Σωστός ο θνητός
της μηχανής κουβαλάει το φως
Mortalis. Mortalis ex maccina
Κι από δω και μπρος
θα το παίξει και λίγο Θεός. Oss!

Τρελός ο θνητός
η ομορφιά του θε’ να γίνει καπνός
θα σκορπίσει το βιος
δεν θ’ αντέξει της μοίρας το βάρος
της συνήθειας θα γίνει κουμπάρος
μέχρι να τον πάρει ο Χάρος