31.10.09

Στασιμότης

Άραγε τι περιμένω, με το γκάζι αναμμένο
να σφυρίξει κάνα τρένο, το φανάρι κολλημένο
κόκκινο και αναμένω, τι προσμένω;

Να περάσουν πεταλούδες
να ερωτευτούν οι αρκούδες
να ‘ρθουνε κι οι αλεπούδες
να κουρδίσουν τα ρολόγια
να γίνουν πράξεις τα κούφια λόγια

Μείναμε από βενζίνη, κι είναι όλων μας ευθύνη
στη διασταύρωση απάνω, ήπια κι είπα Μητροπάνο
μου ξέφυγαν και δυο λέξεις παραπάνω…

για να φύγει το φαρμάκι
για να μη με πιάνει μάτι
για να βλέπω όνειρα τα βράδια
για να μην κάνω μάταια βόλτες στα σκοτάδια

Παρατήσαμε τ’ ασκέρι στης Γολ-στρίτ τον κουλοχέρη
μα έκοβε σαν το μαχαίρι κι όπλισε το δόλιο χέρι
με προοπτική ποιος ξέρει…

Να κουρέψει το γκαζόν
να φορέσει παπιγιόν (σε ποιον;)
να τελειώσει το παρόν (για ποιον;)
να μας κάνει όλους τους φευγάτους παρελθόν

29.10.09

Περαστικά μας

Κουράγιο κάνε, τώρα θα μου πεις,
μα εσύ δεν έφαγες σκουπίδια παρακμής
Περαστικά, κουράστηκα να τρώω φτηνά σκατά
είμαι πασαλειμμένος ως τα όρια με σβουνιά
τώρα αυτό θα μου το πεις παραξενιά
κι ότι δεν πάω καλά, έτσι απλά

Περαστικά, χαμπάρι δεν πήρες ότι έχουμε καρδιά
που ατίθασα χτυπάει και τραγουδάει
μα θέλει το νεράκι της, να πίν’ να ξεδιψάει
τον πόνο της να τον μεθάει και να γλεντάει

Περαστικά σου,
αγόρασες ταχύπλοο για τα δισέγγονά σου
μεγειά σου, δεν κάνω πλάκα, να το χαρείς, μα στάσου
τον πόνο που ‘χει μαζευτεί κι αγκομαχά ‘φουγκράσου
είναι τόσο κοντά σου

Περαστικά μου, έβαλα βουλοκέρι στα αυτιά μου
να μην ακούω το θόρυβο που κάνει η γενιά μου
λέω «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη»,
μα η μοίρα επιβλήθηκε στην μοναξιά μου

Περαστικά σου,
πήρες κι ένα δάνειο που ‘θελε η πεθερά σου
μαγκιά σου, κούρεψες τα γρασίδια σου
έβγαλες τα φρύδια σου, πήρες τα δαχτυλίδια σου
κι αύξησες τα υπάρχοντά σου

Περαστικά μου, έμεινα να κοιτώ την συμφορά μου
παρηγοριά μου, η λύτρωση απ’ τα δεινά μου
θα δοκιμάσω μπας και βρω τη γιατρειά μου
στα γηρατειά μου εναποθέτω τη χαρά μου

Περαστικά σου, κόλλησαν νέα γρίπη τα παιδιά σου
καιρός να θάψεις τα προσχήματά σου,
άντε να εμβολιάσεις τα δικαιώματά σου
να κάνεις τεμενάδες σ’ όσους τρων απ’ τα δικά σου
και ταΐζουν την τεμπελιά και την ανευθυνότητά σου

Περαστικά μας, μας ψέκασαν μέχρι τα κόκκαλά μας
τα αεροπλάνα θα ποτίσουν τα σπίτια μας με χημικά
Όνειρα γλυκά, περαστικά και ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ
όπως λεν στο Πέραμα τα αλάνια με την περισσή μαγκιά

28.10.09

Εθνική ντροπή

Πλαστική σημαία, εθνική ντροπή
μια σπουδαία μέρα, δε μοιάζει με γιορτή
κουρασμένη μνήμη, ψάχνει τη χαμένη διαδρομή
ζητώ νικοτίνη, να βρω μια αφορμή
να ζωγραφίσω τη γενιά μου πάνω στο χαρτί

Περνάει ο λαός της Ελλάδος εμπρός
μοιάζει μοναχός, του πλανήτη ο αφρός
του ‘ταξαν πολλά, μπήκε στη φωτιά
άρχισε με θυσία, έγινε ανοησία
αηδία στην πορεία, βρώμισε προδοσία

Ξυπόλητος στρατός, παρατημένος νηστικός
να πολεμά για μια πατρίδα,
που ‘χε ήδη χαθεί σε μια παρτίδα
Ανάτρεψε την ιστορία, τόσοι πεθάναν μες τα κρύα
κανείς δεν πήγε να τους ψάξει, να τους κλάψει
δεν είχαν πρόθεση να βάλουνε στην αταξία τάξη

Το είπαν Εθνική Αντίσταση, μα ήταν λαϊκή ανάσταση,
μια γνήσια επανάσταση, κι όχι παλιοκατάσταση
κι είχε ψυχή κι αερικό τον Άρη, τον οπλαρχηγό
του Θόδωρου το θετό γιο, το ξωτικό
που δεν έσκυψε κεφάλι, όταν προσκύνησαν όλοι οι άλλοι
και πέθανε σαν παλικάρι, όχι από γερμανού χέρι
αλλά σε θανατηφόρο αδελφικό καρτέρι

Έφυγε η κατοχή, ήρθαν οι σύμμαχοι οι καλοί
το παίξανε θεοί, μάγοι, ταχυδακτυλουργοί
μοιράσανε την τράπουλα, τάισαν τα κοτόπουλα
με μαθηματικά βγάλαν τα ποσοστά
με τη στατιστική χωρίσανε τη γη
δέκα τοις εκατό εσύ ή εγώ
φιλέτο η Ελλάδα στου Τσώρτσιλ τη φυλλάδα

Φύγαν οι Γερμανοί, μας βομβαρδίζαν οι Εγγλέζοι
κι η Ρώσικη αρκούδα βρήκε την ώρα να το παίζει Ντέιζη
το νέο οικόπεδο πάλι στο σφυρί, ντυμένοι όλοι στο χακί
με κυβερνήσεις μιλημένες, στ’ αφεντικά ξεπουλημένες
με ιδεολογίες καλοστημένες, εγωικά φτιαγμένες
σ’ ένα ηλίθιο εμφύλιο, μια αγελάδα στο θυσιαστήριο
χρίστηκε ο Γράμμος αδελφοκτόνων κοιμητήριο
για ποιον θεό στήθηκε το παράνομο μυστήριο
για ποιανού συμφέρον έγινε η χώρα κολαστήριο

Κι ενώ κλείνουμε ακόμα τις πληγές
η Έλλη Παππά πέθανε χθες
το ερώτημα παραμένει ζωντανό
Σε ποιον ανήκει το Γαλατικό Χωριό
για ποιον πεθάναν και τι προσμένουν οι νεκροί
για ποιον δουλεύουν κι υποφέρουν οι λίγοι ζωντανοί
σε ποιον ανήκει, τέλος πάντων, η Χαλκιδική
ποιος έκαψε την Αττική και βασικά γιατί
ποιος συντηρεί μια επαρχία ευρωπαϊκή
σε μια οικονομική σκλαβιά...

Βγες στην παρέλαση μπροστά
να σταματήσεις τη ντροπή, το βαρεμένο μαθητή
το φανταράκι λουφατζή με την παραλλαγή
το τσίρκο που ‘στησαν και το ‘πανε γιορτή
του γένους μας την παρακμή

26.10.09

Επικήδειος

Στο καφενείο της ζωής τάβλι θα βρεις,
ούζο θα πιεις κι όσο αντέξεις,
πρέφα θα παίξεις
λοφιοφόρος, κουκουλοφόρος της ανοχής
μπάτσος περιχαρής της περιοχής
γυμνός κοντολογής, τσογλάνι της αυλής
κάτω απ’ το φουστάνι μιας αφορμής
χορεύεις τσιφτετέλι, σπας του Αριστοτέλη
τα ούμπαλα και τραλαλά, μαμάκια κερατά
ετούτο το στιχάκι, πες ήτανε λιγάκι
τολμηρό, δεν ήταν να το πω…

Ζούμε στη χώρα του Κεφτέ, εδώ
του Πήτερ Φαν οι οπαδοί, δεν έχουνε να φαν
και τραγουδάν για το Σουδάν
αμάν, ζαμάν, πες τους να παν…

Κοίτα το κώνειο να πιεις, αξιοπρεπής
πίσω μην κοιτάξεις, μην ταραχθείς
ένας λαός θα σε κοιτά και θα σου γνέφει γεια
στο τελευταίο σου ταξίδι να πας καλά
χωρίς πολλά πολλά καμώματα
και καμαρώματα

Ας κλάψουμε όλοι μαζί
και μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει
γιατί, αν το ξανασκεφτεί μπορεί
να θε’ να πάει διακοπές στην Αφρική
Αλί, αλί και τρις αλί
ας κλάψουμε όλοι μαζί

25.10.09

Παρτίδα σκάκι

Μετά το δεύτερο χαστούκι,
καιρός ν’ ανοίξει το σεντούκι
ποιος παριστάνει τον προφήτη,
ποιος χαράζει νόμο σε νεφρίτη
ποιος απαντά σε άσματα επουράνια
ποιος αμολιέται και ξεπουλάει τα σπάνια

Ήρθε ο καιρός να κόψω τα φτερά σου
να βάλεις κάτω απ’ τα σκέλια την ουρά σου
να στείλω αδιάβαστο το μέντορά σου
να δω το αίμα να ξεπλένει τη χαρά σου

Χάιδεψες για πολύ καιρό τ’ αφτιά μου
θέριεψε η αμαρτία στην καρδιά μου
αγόρασες τα πάντα, μα όχι την ειρήνη
ο κόσμος σου χρειάζεται τη νιτρογλυκερίνη
η πασαρέλα στέναξε απ΄ την τόση βαζελίνη
αστροναύτης αν ήμουνα, θα ‘φτανα στη σελήνη
τώρα που μόνος ξέμεινες, ζητώ λίγο γαλήνη
περιφερόμενος ξανά στην απεραντοσύνη

Σε περιμένω να ‘ρθεις πίσω, απ’ το πουθενά
να τραγουδήσω, να χορέψεις πάνω στα καρφιά
να πας ν’ αράξεις λίγο, στ’ αναμμένα κάρβουνα
να κολυμπήσεις στ’ ανοιχτά,
να σκαρφαλώσεις στα βουνά

Να γεννηθείς και να πεθάνεις εφτά φορές
να ζήσεις σα φτωχός, να σε βρουν συμφορές
να αγαπήσεις και να μην αγαπηθείς
να χαραμίσεις τη ζωή σου και ν’ αδικηθείς
να ταλαιπωρηθείς,
πικρό χώμα ν’ αγγίξεις, σαν το τυρί να πήξεις
τη γεύση του μελιού να λησμονήσεις
του πέλα’ου η αρμύρα, να ‘ναι η δικιά σου μοίρα
της νύχτας το σκοτάδι, να κρύψει κάθε σου χάδι

Κάθε παρτίδα σκάκι ξερνά πολύ φαρμάκι
Στέρεψα από υπομονή, άνοιξα καταροσχολή
λόγια σκληρά ακούστηκαν, το μίσος λούστηκαν
φιμώθηκαν, τρελάθηκαν, πέταξαν μα δε χάθηκαν

22.10.09

Εικοσιεννιά

Θα στήσω ένα σκηνικό, απ’ ένα κόσμο δανεικό
δεν θα τον πω ιδανικό, δεν θα ‘χει κάτι εξωτικό
και θ’ αποφύγω να παραμυθιαστώ…

Ο ήλιος καίει, καταμεσήμερο, και τι να λέει;
Η θάλασσα μια ανάσα, δρόμος που σπατάλησα
οι φοίνικες μπορεί να ήτανε εκεί, αλλά
δεν έδωσα σ’ αυτούς καθόλου προσοχή
απ’ τη φθορά κι απ’ τη ντροπή
πήρα λοιπόν αναβολή απ’ τη ζωή
ξεκίνησα διακοπές με σλίπινγκ μπαγκ μπρος στην τιβί
το ίντερνετ το είχα σαν το μαγικό χαπάκι
που θα ‘δινε τη λύση αν κυλούσε το καπάκι

Ύστερα έπιασα δουλειά σε μαγαζί
κι έβγαλα μεροκάματο να πάρω πι-ες-πί
δεν μ’ ένοιαζε καθόλου το φαΐ
ήταν γεμάτο το ψυγείο της μαμάς
με παριζάκι και φιλαντέλφια τυρί

Φραπέδιασα σ’ όλη την παραλιακή
ήταν ο χαβαλές κι η μαλ@κία σ’ ημερήσια διάταξη
συνήθισα να χρησιμοποιώ ταξί
δεν είχα διάθεση να βάλω καμιά τάξη
εντάξει, πρέπει να σκεφτώ πώς θα πάρω τελικά σύνταξη
είμαι εικοσιεννιά, ποιος πάει τώρα μέχρι τα εξηνταεφτά
αυτός ο γολγοθάς θα με τρελάνει…

Τι λε ρε μάγκα; Σε λίγο θα με δω με ροζ φουστάνι
Αρμάνι, δεν κάνει, νέο παιδί κι έγινα χαρμάνι
λέω «ως εδώ, φτάνει», αλλά μόνο αυτό δεν φτάνει
θέλει δουλειά πολύ και βράζει το καζάνι
θέλει οι ζωντανοί και κάνουν μάνι μάνι
η Σούλα ανυπόμονα περιμένει για στεφάνι
μα εσένα, όταν το σκέφτεσαι, πονοκέφαλος σε πιάνει

Χάιδεψε λίγο τώρα το μωρό σου, τον εαυτό σου
τα «απορώ» σου, δεν έχουν δέσει με το ριζικό σου
στρώσου, η σύγχρονη σκλαβιά, ζητάει τη σωρό σου
ανασκουμπώσου, δεν έχεις περιθώρια να κάνεις τον καμπόσο
αναστατώσου, ο Άδης σε παζάρεψε απόψε όσο όσο

20.10.09

Tρύπια μέρα

Μια τρύπια μέρα σαν κι αυτή, μια χαρακιά μες τη ζωή
κάπου θέλεις να τη χώσεις, μια αξία να της δώσεις
λίγο φως να της φορτώσεις, να την πιεις, να μην ενδώσεις
να έχει κάτι από χρυσάφι, κι όχι απ’ το κακό σινάφι
να κοιτάει ουρανό, να πεις δέκα ευχαριστώ,
ζήτα μερικές συγνώμες, κι ύστερα άλλαξε πέντε γνώμες

Μια τρύπια νύχτα σαν κι αυτή, ποιος θέλει να την υποστεί
κοίτα να την ξημερώσεις, σ’ άλλο χρονόμετρο να τη χρεώσεις
Να κοιμηθείς, να ονειρευτείς, να ταξιδέψεις μην ντραπείς
πρόσεχε να ‘σαι ολιγαρκής, μην την ζητάς τοις μετρητοίς
να σεβαστείς την μοναξιά που φέρνει η πλήρης ξαστεριά
κοιμήσου κι άνοιξε πανιά για μια στεριά χωμένη στα βαθιά νερά

19.10.09

Ακούω φωνές

Μπήκα και πάλι σε ρυθμούς καλούς εντατικούς
διατάζει ξεδιάντροπα ο νους, τι θες και τον ακούς;
Το σώμα υπακούει, κινείται, τρέχει σα το Λούη
το πνεύμα απειθαρχεί, μα η ανταρσία του θα παταχθεί

Φωνές τριγύρω μου πολλές, ενοχλητικές
όλοι θα ‘θέλαν προσοχή, για μια στιγμή
μα λιγοστέψαν οι στιγμές, για δες
τελειώσαν και οι Κυριακές, όλες γεμάτες από χθες
φευγάτες γάτες, κομμένες και για σας οι μασκαράτες
ερωτευμένοι ποντικοί, ελάτε έχει εδώ τυρί και φυλακή

Περνάει ο χρόνος, κάτω δεξιά, δεν σταματά
τα δευτερόλεπτα καπνός,
όσο για τα λεπτά κυλούν κι αυτά
σαν χείμαρρος οι ώρες διαμορφώνουν κατηφόρες
μέρα με την ημέρα, μένει η ζωή πιο κει, πιο πέρα
πώς χάθηκαν οι βδομάδες και οι μήνες
τα περασμένα χρόνια θα μας βαραίνουν αιώνια

Τι είναι η ζωή;
Μια διαφήμιση της Microsoft την κάνει κομφετί
Μια αύρα, μια πνοή κατά τον Εκκλησιαστή
μία στιγμή, μια ηδονή, μια αφορμή
είναι του τέλους η αρχή,
του θάνατου του αθάνατου μια προλείανση απλή

18.10.09

Θάνατος

Άντρες με χάντρες κι ωραίες ζάντες
ζωηροί και μάγκες, συκιές με μπάντες
κλωσόπουλα τα πριγκηπόπουλα
χαλάλι σας, το κρίμα στο τομάρι σας

Γυναίκες, χαρά στην πλάση, ζητούν τη φάση
θέλουν να ζήσουν πάθη, πέφτουν σε λάθη
η μοίρα τους να λησμονήσουν, να λησμονηθούν
και να λυγίσουν, απ’ το μηδέν να ξαναρχίσουν

Τι κάνει η φύση όταν το καμπανάκι χτυπήσει
ποιος θα τολμήσει να βρει μια λύση
ποιος θα σηκώσει πρώτος την πέτρα να σκοτώσει
ποιος έχει παραδώσει τα κλειδιά στο σατανά
και ποιος πληρώνει δανεικά για όλα τα στραβά
Τελικά, ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα

Καμάρι μου, πάρ’ το χαμπάρι, πέταξες στο φεγγάρι
για χάρη σου, άσε τον ήλιο να ‘ρθει πλάι σου
τον εαυτό σου δεν έχεις τώρα στο πλευρό σου
παράπονό μου, διάλεξες τον κατήφορό σου
κατηγορώ σου, σκότωσες την ελπίδα στο εγώ σου

16.10.09

Το κουκί και το ρεβίθι

Για δες! Η κρίση ήταν τελικά μια λύση,
που βρήκε η Δύση για να ξανά-πλουτίσει
το υστέρημα του φτωχού ν’ απομυζήσει
την πίτα να ξαναμοιράσει, τι έχει να χάσει;
Τι έχει να κερδίσει; Την ελπίδα να εξαφανίσει
και μαύρο φόβο να σκορπίσει

Πέσαν τελικά τα τείχη,
τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη
αλλά των λαών η λήθη
βάζει φίμωτρο στα πλήθη
Τελικά είμαι κουτορνίθι
το κουκί και το ρεβίθι
ζω μέσα σ’ ένα παραμύθι
δώστου κλώτσο να πάει αλλού
ζω το όνειρο κάποιου άλλου

Αχ πώς χάλασαν τα ήθη, δεν προτάξαμε τα στήθη
ήρθε η πρωτομαγιά κι είπαν είν’ αποκριά
καρναβάλια ξεχυθήκαν μες τους δρόμους
κάποιοι ξέχασαν πως ζουν στους υπονόμους
βάλθηκαν να πετροβολούν τους αστυνόμους
κι αγνοούν ότι η βία περνάει πάντα με νόμους
ενώ παράλληλα…
τ’ αλογάκια τρέχουν στους ιπποδρόμους
και η ζωή κυλά ημιπαρανόμως
κλέβεις λίγο τον πελάτη
ο διάολος σε κάνει συνεργάτη
κρύβεις απ’ την εφορία και γεμίζεις ευφορία
κατεβάζεις εμ-πι-θρί και ολόκληρα ντι-βι-ντί
τσόντες ένα κλικ μακριά, γριές, ζώα και παιδιά
αμάν πια…

Όλα είναι υποκρισία, ανοησία
κι αρρωστημένη φαντασία
ξεκινάει από την βιασμένη εκκλησία
και καταλήγει στην πολιτική ηγεσία
Παλιγγενεσία ζητά του πλανήτη η θυσία
κάτι να θυμίζει την Δευτέρα Παρουσία

15.10.09

Ανώνυμοι πολιτικοί

Πού ‘ναι η ψυχή σου, όταν πονάς
βαρυγκωμάς και ξεφυσάς
τράβα κουπί και μη μιλάς
είσαι στ’ αλήθεια ένας νταλκάς
της εκμετάλλευσης ο μπουνταλάς

Ήρθε η ζωή να σου τα πει
απόψε μία και καλή, απ’ την αρχή
Στη γαλέρα, που διάλεξες να μπεις
θα φτύσεις αίμα, θα ξεφτιλιστείς
χτυπάει με μανία το ταμπούρλο
ο τυμπανιστής
θα κόψει κώλους, μετά συγχωρήσεως,
ο θηριοδαμαστής
τράβα γερά, σπρώξτε διπλά
ο χρησμός θα επιβεβαιωθεί,
πας για τ’ άπατα βαθιά

Οι πάγοι έλιωσαν για τα καλά
το καλοκαίρι μια κρουαζιέρα στην Αρκτική
θα πάνε οι Ανώνυμοι πολιτικοί
με λένε Γιώργο, κι είμαι καλά
με λένε Κώστα τρώω διπλά
με λένε Αλέκα καλά κρασιά
με λένε Φέρη και σας συμφέρει
με λέν’ Αλέξη κι όποιος αντέξει

Εσύ μπροστά τράβα κουπί
είσαι της γαλέρας η μηχανή
να πεις το ποίημα, να ‘σαι το θύμα
χυδαίο ρήμα θες να σκαλίσουν πάνω στο μνήμα
ένα σιχτίρι να ομορφύνει το κοιμητήρι

14.10.09

Χάκερ

Ανίχνευσέ με, σπάσε το κλειδί
ξεκλείδωσέ με, θέλει υπομονή
πίσω απ’ το φως μου ο εαυτός μου
δύσκολο δρόμο πήρες θα μου πεις
το μονοπάτι της παρακμής
δεν με γοήτευσε ποτέ,
ούτε το σκότος μιας λαμπρής στιγμής
είμαι αφελής κι ολίγον οραματιστής
μα όχι σκλάβος της Νέας Εποχής
στα μεταλλεία σας της Χαλκιδικής

Εντόπισέ με, δεν είμαι εκεί
ψάξε στην άβυσσο, στο Τσιμπουτί
μπορείς να βρεις τον μαύρο θερμαστή
μπορείς να κάνεις δυο κωλοτούμπες
να λες αρλούμπες, ν’ ανάβεις λάμπες
μην κάνεις τράμπες, θα πάθεις κράμπες

Είμαι το θύμα, είσαι το βλήμα
είμαι απλός ταραχοποιός,
είσαι στυγνός κακοποιός
Το ‘χω ανάγκη να ζω στα όρια
για σένα στένεψαν τα περιθώρια
πιο ‘κει δεν έχει – γ@μώτο βρέχει –
και θα βραχείς, η ζάχαρη έλιωσε έγινες γης
παιδί ντροπής, ένας νταής, ωτακουστής
Σμιθ τ’ όνομά σου, ήρθε η σειρά σου
να δοξαστείς και να χαθείς, όρκος τιμής

13.10.09

Άγρυπνος πάλι

Άγρυπνος πάλι, μ’ ένα μύθο στο κεφάλι
πάλι σκιά
βγαλμένος από γκραβούρα, χωμένος στη σκοτούρα
τόσο μακριά

Στου πέλαγους την ερημιά, αγκαλιά με τη φωτιά
πάω μπροστά
κι ακολουθεί λαός πολύς, απεγνωσμένος, επιρρεπής
στην μοναξιά

Βάζω στην άκρη τον ρομαντισμό μου
αποσύρομαι στο αποχωρητήριο μου
να βγάλω τα εσώψυχά μου
να φάω κομμάτι απ’ τ’ όνειρά μου
να κατουρήσω τη σκιά μου
αριστερά μου και δεξιά μου
και σαν τραβήξω το καζανάκι
θα βγει ο Γκοτζίλα να κάνει πάρτι

Δικέ μου, ταπεινέ εαυτέ μου
βραδινέ και πρωινέ μου, κουραμπιέ μου
για πε’ μου
τι λέει απόψε το τεφτέρι
ποιος σου χρωστάει κι έχει να φάει
σε βρήκε ξύπνιο το μεσημέρι
φυλάς καρτέρι,
με το ‘να χέρι θα παριστάνεις τον τιμονιέρη
με τ’ άλλο χέρι θα κατεβάζεις τον κουλοχέρη

12.10.09

Yoh, Yah, Yeah!

Γιο, γιο, βολεμένοι (βο-λε-μέ-νοι)
όλης της γης οι ξοφλημένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ντε; Των λαών τα μένη.
Φωτιά και θειάφι, της κόλασης τα βάθη.

Για, για, κουρασμένοι (κου-ρα-σμέ-νοι)
όλης της γης οι αδικημένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ντε; Στων αγγέλων τα τεμένη.
Φωτιά και θειάφι, του Θεού το χρυσάφι.

Γιε, γιε, ηδονισμένοι (η-δο-νι-σμέ-νοι)
όλης της γης οι σοδομισμένοι
τι σας μένει;

Τι σας μένει, ρε; Μια ζωή πλήρως χαμένη.
Φωτιά και θειάφι, του παράδεισου το αγκάθι.

11.10.09

Μέσα κι έξω απ’ το μαντρί

Κάποιοι έχουν καταλάβει πώς κοιμάται το κοπάδι
ξέρουν πώς να το ταΐσουν, τις ορέξεις του να ικανοποιήσουν
Κάποιοι άλλοι είναι πάλι, των απείθαρχων η ζάλη
τους τσιγκλάνε, τους χτυπάνε, τους πονάνε, τους χαλάνε
και στη λήθη ωθούν τα πλήθη

Όλοι μέσα στο μαντρί, τρώνε απ’ την ίδια πίτα,
η γεύση της είναι πικρή, τ' όνομά της είναι ήττα
άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, μα όλοι μες την ίδια φυλακή
οι κακούργοι κι οι αμνοί, σκλάβοι στη δική τους γη
αφεντάδες και ραγιάδες, επαναστάτες και σοφοί
καθαροί και μασκαράδες, πολιτικοί και κουζουλοί
δερβίσηδες και αστροναύτες, νόμιμοι και παραβάτες

Εργάτες, όλοι στην μυρμηγκοφωλιά, φυλάν σκοπιά
άλλοι μεθοδικοί και τίμιοι
άλλοι φευγάτοι και πειθήνιοι
άλλοι κλεφτρόνια κι άλλοι ψώνια
άλλοι φουσκώνουν, άλλοι σπάνε τα μπαλόνια

Το σύστημα, δηλαδή εμείς
δουλεύει μια χαρά, κοίτα να δεις!
το τρέφουμε, μας τρέφει, όλα καλά
θέλει τα μάτια του νεκρού,
‘κείνου που επισκέφτηκε το αλλού
και που δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά
να βρεις το θάρρος να το πεις
- κι όχι απλά να είσαι ποιητής -
ένας πηλός αν κλέψει τον πηλό
θα θρέψει μόνο το κακό και θα γυρίσει τον τροχό
θα βάλει καύσιμο στην μηχανή που συντηρεί την ανυπακοή
ώστε η προφητεία να εκπληρωθεί, σ’ όλη τη γη

Ποιος ζει απ’ έξω απ’ το μαντρί
και διαφεντεύει το κοπάδι;
Για ποιον η γη κάνει παρέλαση
και μοιάζει η μάχη πρωινή επέλαση;
Λύκοι φυλάνε το μαντρί, προσέχουν όλοι να 'ναι εκεί
κάποιοι που 'ναι άγρυπνοι, μόλις που τους έχουν δει

Κάτσε μια στιγμή να δεις κι εσύ, τα τείχη που έχουν υψωθεί
από του χρόνου την χαραυγή, όταν γεννήθηκε η ντροπή
κι ο μόχθος να γιατρέψει δεν μπορεί, της κατάρας την βαθιά πληγή
Και τότε μόνο θα πεισθείς ότι οι δέκα υποτελείς
δεν πολεμούνται με βρισιές, ούτε όταν έρθουν οι βροχές
Μπορεί μονάχα ο βοσκός, που δόθηκε στους λύκους σαν αμνός
μόνο αν ανοίξει ο ουρανός και λάμψει αστραπή μέσα στο φως
τότε μονάχα το μαντρί θα καθαρίσει, θα εξαγνιστεί

9.10.09

Θόρυβος

Αφουγκράζομαι τη ζωή ν’ ακούσω
το θόρυβο της πόλης αρνούμαι να υπακούσω
κάτι μοναδικό στους ψίθυρους να ανακαλύψω
εύθραυστο σαν την αλήθεια,
ανεκτίμητο πετράδι, τις άναρχες σκέψεις να καλύψω

Μου λείψανε οι μέρες τις απόλυτης σιωπής
επικρατήσανε οι κουβέντες έναντι της σιγής
κραυγές επιθανάτιας αγωνίας
απ’ τους εργάτες μιας παγκόσμιας συνωμοσίας

Οι μουσικές γυμνές κι αφηρημένες
νότες σαν πόρνες στο μυαλό μου πεταμένες
πολιορκούν της ηρεμίας μου το κάστρο
ανοίγουν πύλες να περάσουν οι αντάρτες
βάζουν φωτιά στου ανοιχτ’ ουρανού τους χάρτες

Της ενημέρωσης οι ταγοί, οπλαρχηγοί
στων παραθύρων τα χαρακώματα κάνουν καμώματα
μοιράζουν περιττώματα μετρώντας πτώματα
των αυτιών μου καρκινώματα
ω! ματωμένα χώματα,
οι τάφοι ας ανοίξουνε, οι νεκροί ας μιλήσουνε,
κι ας βρίσουνε

Πολιτικές ντουντούκες, καβάλησαν τις σκούπες
γλώσσα μέσα δεν βάζουν, μας βιάζουν
το θέμα είναι ένα, πως θα βρεθεί μια λύση για τον κανένα
τρομάζω απ’ την απλή τους τη λογική τους
αντέχει το σκαρί τους, μα κάνει θόρυβο η πορδή τους

Και τέλος ο Γιαννάκης κι ο κάθε Βαγγελάκης
που ‘χει μια μηχανή και θέλει κάτι άλλο απ’ τη ζωή
μαρτύριο η μαγκιά του, πλένει η πεθερά τα σώβρακά του
αυτή η απλή μονάδα, σε μια μικρή Ελλάδα
τείνει να γίνει βάρος,
μέχρι κι ο Χάρος ζητάει να τον πάρει, για να νετάρει

8.10.09

Αφασία

Έχω μια αδυναμία,
την κοιλιά μου να χορτάσω,
κι ας σκάσω
Έμαθα γεωμετρία,
την περιέργεια να δαμάσω,
κι ας σπάσω
Έκανα δύο θητείες,
μια στο στρατό μια στη ζωή,
για υποταγή
Κοίταξα να βρω,
το νόημα της συνουσίας με το Θεό,
τι στο καλό

Παρατηρητής απλός, καθώς πρέπει μανιακός
περαστικός, φιλοξενούμενος και ευνοούμενος
δεν βρήκε ο πλανήτης ένα μέρος να στεριώσω
γι αυτό κι εγώ θα τον προδώσω
τ’ άσχημα νέα θα διαδώσω, μην σώσω
και δώσω τη ζωή μου όσο κι όσο
δεν θα τα κακαρώσω, πριν να με καμαρώσω
πρωθυπουργό και αρχηγό
πρόεδρο και στρατηγό
επιτελάρχη, πλανητάρχη, κράχτη
μανούλα μου τον πήδησα το φράχτη

Άντε γιούρια,
να πάρουμε τ’ απέναντι γαϊδούρια
να κάνουμε το γύρω της πλατείας
δεν είναι δα κι η άλωση της Τροίας
πίσω από την συμβολική αυτή πράξη
θα στείλουμε ένα μήνυμα στην έννομη τάξη
θα σπάσουμε τις τζαμαρίες του ορθολογισμού
που λέει πως ανήκουμε σε μαντρί αλλουνού
άντε ντου,
γινήκαμε πολίτες πασπαρτού
όπου φυσάει ο άνεμος σηκώνουμε πανιά
κάνουμε το κομμάτι μας μέσα στη λησμονιά

Άντε γεια,
θα έχει αφασία κι αυτή η αποκριά
μασκαρά, φόρεσες το κοστούμι σου
και πας για τη δουλειά
τι καλά,
στη Σαντορίνη ξόδεψες από πέρσι τα λεφτά,
μια φορά
κι έναν καιρό σου είπανε πως θα περνάς χρυσά
το δυο χιλιάδες εννιά
μα τώρα που ‘φτασες ως εδώ
σου φέρνει για γκρεμός, αυτός ο κορεσμός
μακάρι να ‘ναι λέω αυτός, ο τελευταίος ασπασμός

7.10.09

Στον άγνωστο ψηφοφόρο

Πίσω ποτέ δεν κοιτάς, όπως ο κάθε μασκαράς
πρέπει εμπρός να περπατάς και να ξεχνάς
δεν είσαι εσύ φουκαράς της σειράς
ίνδαλμά σου ο τσαμπουκάς
στο αριστερό ρεύμα μόνιμα οδηγάς
ψηφίζεις κιόλας, ρε δε μας παρατάς

Δώσε μια νότα χαβαλέ, γίνε και λίγο κυριλέ
τράβα μια τζούρα απ’ τον φραπέ, στον καναπέ
άσε τα όχι και τα ναι, τα ξαναλέμε στο σαλέ
βάψε τα νύχια σου σαγρέ, στόχευσε μες τον καμπινέ
ψηφίζεις κιόλας, άσε ρε, δεν το ‘χεις πονηρέ

Έβαλες κοστούμι και γραβάτα, ξέρεις
με τι ταιριάζει η ντομάτα, δεν κάνεις όμως τη σαλάτα
Είσ’ έτοιμος για την καυτή πατάτα,
μια μάπα, μια φάπα και ψωμί ζαπάτα;
Σε πήγαν βόλτα στ’ άστρα βλάκα
Ψήφισες; Τώρα θα στα πω σταράτα

Τι ψηφοφόρος, τι νεκροφόρος
τι αχθοφόρος, τι δορυφόρος
τι ανηφόρος, τι κατηφόρος
τι μισθοφόρος, τι λεωφόρος
θα σου ‘ρθει πάλι ο καλός ο φόρος

Χαρίζεις τη ζωή σου, με την υπογραφή σου
ένα ρουσφέτι η καρδιά σου, όλη η μαγκιά σου
μεγειά σου, χάρη στην τόση ανεμελιά σου
χρέωσες απ’ τα εγγόνια ως τα τρισέγγονά σου
χάσου, καταραμένη η γενιά σου,
βιάσου, την άγνοιά σου βάλτην στ’ αυτιά σου
να μην ακούς τα βογγητά σου
γεια σου, δεν θα με βρεις ποτέ κοντά σου

5.10.09

Η επόμενη μέρα

Δεν είναι κούφια μέρα αυτή, είναι γιορτή
το τσίρκο έφτασε στην πόλη μας να εγκατασταθεί
Δεν είναι έκρηξη χαράς, είναι νταλκάς
είναι η βαβούρα που αναζητεί ο κάθε κερατάς
Μας κούρασε η αναμονή, τώρα σιωπή
ζητούσαμε μιαν αφορμή, να γίνει ανατροπή

Το πείραμα απέτυχε, ο ασθενής δεν έτυχε
μπερδεύτηκαν τα σήματα, σκόρπια ραδιοκύματα
κι άρχισε τότε να μιλά, μηνύματα δυσνόητα
κανείς δεν παρεξήγησε και η ντουντούκα σίγησε

Ο κλόουν έμεινε μονάχος, παράξενα φευγάτος
πάνω στο πάλκο να μας πει,
το τελευταίο αστείο πριν πάει να κοιμηθεί
Πίσω απ’ την κουρτίνα ο θηριοδαμαστής
ψυχρός, ωμός, γυμνός και ευτραφής
προσμένει το κοινό του στη σκιά
καθώς ο ισορροπιστής διασκεδάζει τα παιδιά

Ο γελωτοποιός νεκρός, το παίζει αρχηγός
κι οι ακροβάτες πάνω από το κενό
χαμογελούν στο εύπιστο κοινό
πριν τη βουτιά τους
θα φροντίσουν να γεμίσουν την κοιλιά τους

Λέγεται πως τα τρωκτικά τρώνε τα πάντα
και ζητούν και δανεικά
Κάνουνε και πολλά παιδιά,
μ’ αναπτυγμένα τα ένστικτά τους τα βασικά
η επιβίωση δεν αργεί να γίν’ υπόθεση εθνική

4.10.09

Ξημέρωσε πάλι

Ξημέρωσε ο Θεός και πάλι
οι σκέψεις παλεύουν στο κεφάλι
ποιος θα μαζέψει αυτό το χάλι
ποιος με τ’ άδικο θε’ να τα βάλει
ποιος θα μπει μέσα στο τσουκάλι
που βράζει από την ταξική πάλη
αλλά δεν είμαι εγώ είναι οι άλλοι
και τελικά μες την παραζάλη
άνοιξα το πράσινο μπουκάλι

Μιχάλη,
ποιος θα δεχθεί να σε διαβάλει
και το όνειρό σου να προσβάλει
σε θέλω να πατήσουμε πετάλι
να μπει επιτέλους το νερό μες το κανάλι

Κάλλη,
βγάλε επιτέλους αυτό το σάλι
δεν θα μας σώσουνε τα κάλλη
κάρβουνα βάλε στο μαγκάλι
κι ένα κερί στο μανουάλι

Πασχάλη,
κοίτα η ζωή είναι μεγάλη
κανείς δεν μπορεί να σου την πάρει
δυο φύλλα δυόσμο στο προσκεφάλι
και δεν σε πήρανε χαμπάρι

Σήμερα που ‘ριξα την ψήφο
είπα να παίξω με τον στίχο
να διασκεδάσω την κατάθλιψη
που δημιουργεί η προκατάληψη

3.10.09

Τα γενέθλια του αλήτη

Είχες γενέθλια προχθές κι ήπιες τρεις μπύρες
μετά τα πήρες και κατέβασες καντήλες
έγινες κυβερνήτης ξένου σκάφους
μπούκαρες μέσα σε χορτάτους τάφους

Μες την τρεχάλα την ουσία αγνόησες
έφτασες ως τα όρια μα δεν συγχώρεσες
έτσι κι εσύ θλιβερά ασυγχώρητος θα μείνεις
να βρίζεις, να χαλιέσαι και να πίνεις

Νόμισες πως το θάνατο θα κοροϊδέψεις
θα βάλεις ένα λουκέτο και θα ξεμπερδέψεις
νόμισες πως εσύ θα είσαι ο ένας
που θα τη βγάλει καθαρή με σώας τας φρένας

Μες των ανθρώπων την αυλή
κάνει ο διάολος γιορτή
κείνος κερνάει κι ο ίδιος πίνει
και μόνο στους πολύ δικούς του δίνει
Οι άλλοι κάθονται πιο δίπλα
και τρώνε τα δικά τους νύχια
κι όταν ξεσπάσει η οργή
κανείς δεν θα ‘ρθει να τους σώσει
Πάνω στης μάχης τη βουή
κανείς δεν θα μπορεί να κλάψει
την αγωνία τους να θάψει
τις αλυσίδες τους να σπάσει
στην άλλη όχθη να τους περάσει

Κι εσύ εδώ κι εκεί, περιπλανώμενη ψυχή
να τυραννάς, να τυραννιέσαι
να φτύνεις αίμα και να μην το ευχαριστιέσαι
κορμί κινούμενο απάνω στον πλανήτη
που στάθηκε για σένανε ένα μοιραίο σπίτι

2.10.09

Εξιλέωση

Κάλυψε με τα χέρια σου το πρόσωπο
γράψε μια ημερομηνία και θέσε ορόσημο
μην σβήσεις τα σημάδια από το χάρτη
μην κλάψεις πριν τις δώδεκα του Μάρτη
αν θες κατούρα στο πηγάδι μεσημέρι, όμως
μην κυνηγήσεις πεταλούδες στα δικά μας μέρη

Καρτερικά να περιμένεις να ‘ρθει το φθινόπωρο
θα γράψω στο χαρτί πως χάθηκες στο Βόσπορο
κι άμα γλιστρήσεις στο σκοτάδι, μες στον Άδη
θα ‘ρθω στις τρεις το βράδυ να ρίξω παραγάδι

Στις βόρειες Σποράδες μάζεψε μαύρη ρίγανη
οι όμορφες ημέρες ήρθανε και φύγανε
μην φοβηθείς τον ήλιο που καίει τις παπαρούνες
στην Σιάτιστα ονειρεύονται ακόμα βιζόν γούνες

Κούρεψες το γρασίδι στα πάρκα της Αθήνας
και πριν το καταλάβεις πέρασε ένας μήνας
στη Σαλονίκη μπάρκαρες σ’ ένα σκυλοπνίχτη
και οι κυνηγοί σου χάσαν στο νερό τα ίχνη

Κουράστηκα να συμβουλεύω τις Σειρήνες
να λεν τραγούδια που ταιριάζουνε στις ρίμες
αν λείψεις σήμερα, έλα ξανά το καλοκαίρι
πάνε μετά στις Συμπληγάδες για καρτέρι

Κόψε από μένα, δώσ’ το στον κανένα
πάρε ό,τι δεν έχω, κράτα κι ό,τι έχω
μη ζητάς χάδια,
είσαι ότι είσαι γιατί κουβαλάς σκοτάδια
κούρνιαξε μες το τίποτα σου,
έρχεται όπου να ‘ναι η σειρά σου

1.10.09

Μαλ@κα

Μπήκες στο σπίτι μου μαλ@κα
ψάξε γι’ αγγούρια, κάνε σαλάτα
δοκίμασε τα σώβρακα, δεν κάνω πλάκα
Σταράτα! Πάρε τα τέτοια μου και φάτα

Απ’ τη σπασμένη πόρτα βγες
και στην μιζέρια σου, όπως χθες, μπες
συνέχισε να κατουράς
πάνω στο πιάτο που θα φας

Σβήσε τα φώτα Παναγιώτα
κι έλα για βόλτα στ’ ουρανού την ρότα
βάλε κιλότα Παναγιώτα
κι όταν ξυπνήσεις θα ‘σαι η ίδια κότα

Λες και για σένα έχει φτιαχτεί
λέξη με νόημα πολύ
με ένα λάμδα τόσο, να!
εκεί στη μέση για ν’ ακούγεται καλά
κι άμα το πεις με προφορά
φαντάζει σα να ‘ναι η τελευταία σου φορά