9.10.09

Θόρυβος

Αφουγκράζομαι τη ζωή ν’ ακούσω
το θόρυβο της πόλης αρνούμαι να υπακούσω
κάτι μοναδικό στους ψίθυρους να ανακαλύψω
εύθραυστο σαν την αλήθεια,
ανεκτίμητο πετράδι, τις άναρχες σκέψεις να καλύψω

Μου λείψανε οι μέρες τις απόλυτης σιωπής
επικρατήσανε οι κουβέντες έναντι της σιγής
κραυγές επιθανάτιας αγωνίας
απ’ τους εργάτες μιας παγκόσμιας συνωμοσίας

Οι μουσικές γυμνές κι αφηρημένες
νότες σαν πόρνες στο μυαλό μου πεταμένες
πολιορκούν της ηρεμίας μου το κάστρο
ανοίγουν πύλες να περάσουν οι αντάρτες
βάζουν φωτιά στου ανοιχτ’ ουρανού τους χάρτες

Της ενημέρωσης οι ταγοί, οπλαρχηγοί
στων παραθύρων τα χαρακώματα κάνουν καμώματα
μοιράζουν περιττώματα μετρώντας πτώματα
των αυτιών μου καρκινώματα
ω! ματωμένα χώματα,
οι τάφοι ας ανοίξουνε, οι νεκροί ας μιλήσουνε,
κι ας βρίσουνε

Πολιτικές ντουντούκες, καβάλησαν τις σκούπες
γλώσσα μέσα δεν βάζουν, μας βιάζουν
το θέμα είναι ένα, πως θα βρεθεί μια λύση για τον κανένα
τρομάζω απ’ την απλή τους τη λογική τους
αντέχει το σκαρί τους, μα κάνει θόρυβο η πορδή τους

Και τέλος ο Γιαννάκης κι ο κάθε Βαγγελάκης
που ‘χει μια μηχανή και θέλει κάτι άλλο απ’ τη ζωή
μαρτύριο η μαγκιά του, πλένει η πεθερά τα σώβρακά του
αυτή η απλή μονάδα, σε μια μικρή Ελλάδα
τείνει να γίνει βάρος,
μέχρι κι ο Χάρος ζητάει να τον πάρει, για να νετάρει

Δεν υπάρχουν σχόλια: