30.9.08

Ο πολιτισμός κι η ανθρωπότης

Ο πολιτισμός τα σπάει,
η ανθρωπότητα πονάει,
ο πολιτισμός στραβώνει
κι η ανθρωπότης το φυσάει και δεν κρυώνει

Α ρε να ‘χε η νύχτα τέλος
να πηγαίναμε βολτούλα την ανατολή
Να ‘χε ακυρωθεί το χρέος
που μας φόρτωσαν στην πλάτη άνομοι οχτροί

Ο πολιτισμός σουρώνει
Μαστουρών’, σηκώνει σκόνη
Λέει ψέματα, σπιλώνει
μέσα απ’ την Τιβί

Άιντε μες τα’ απακαΐδια
φύτρωσαν λευκά κρινάκια μετά τη βροχή
Πήγαν για νερό τα φίδια
κι άφησαν Θεό κι ανθρώπους ήσυχους για μια στιγμή

Ο πολιτισμός βρυχάται
δεν κοιμάται, συλλογάται ν’ αντεπιτεθεί
Ο πολιτισμός πεθαίνει
τα χαπάκια του παίρνει να εξτασιαστεί.

Ο πολιτισμός μας τρέχει
και μια Νέα Τάξη έχει για προοπτική
μα την τελευταία λέξη
μια ψυχή που ‘χει αντέξει ακόμα δεν την έχει πει.

28.9.08

Θέλω και δεν θέλω

Δεν θέλω να μιλώ
μόνο να σε κοιτώ
ν’ απελευθερωθώ
ισορροπώντας στο κενό

Δεν θέλω να μου λες
για έρωτες κι άλλες εμμονές
μόνο να με κοιτάς
δεν έχει ο κόσμος όνειρα για μας

Θέλω να είσαι αυτή
που θα ΄σαι κι αύριο το πρωί
θέλω να είσαι εκεί
για να σου δείξω την ανατολή

Θέλω να ζεις εδώ
κάτω από ξάστερο ουρανό
στου δράκου μέσα τη σπηλιά
είχε μια κρύα σκοτεινιά

Δεν θέλω να κρυφτώ
θέλω να ζήσω να χαρώ
θέλω να είμαι εδώ
- μ’ ένα σκοπό - να σε στηρίζω
όσο πρέπει και μπορώ

13.9.08

Μαγειρική

Βάλε αλάτι στο κρεβάτι
να πάρει γεύση η ζωή σου
το μεσημέρι θέλει χέρι
για να κατέβει το πικρό φαΐ σου

Βάλε πιπέρι στην καρδιά
σκόρδο υποσχέσου σε νταρντάνα
θα πάρει η κόλαση φωτιά
και θα την κάνεις όπου να ‘ναι μάνα

Αλατοπίπερο θέλει η ζωή
πασπάλισέ την το πρωί
και ρούφα το μεδούλι το βραδάκι
φτιάξε το κέφι με νεράκι (κρασάκι)

Πάρε κανέλα στο φινάλε
φτιάξε ρυζόγαλο και βάλε
ποιος είπε δεν υπάρχει πάλη
μα πάνε βρες την κι έλα πάλι

12.9.08

Συνομωσία

Με τρόμο πάλι θα κοιμηθούμε
το ‘παν οι ειδήσεις θε’ να χαθούμε
μας μεταλλάσουν την τροφή
τέρατα φτιάχνουν χωρίς ντροπή
ρίχνουν φαρμάκια στο νερό
ψεκάζουν μέταλλα απ’ τον ουρανό

Στα εμβόλια μέσα βάζουν ιούς
να σπείρουν θλίψη στους ζωντανούς
με φάρμακα για κάθε ηλικία
ίσως εξασφαλίσουν την αιώνια δυστυχία
Ναρκωτικά στους ξεχασμένους
αντικαταθλιπτικά στους ξοφλημένους
Η κόκα κόλα για τους πολλούς
Ζάχαρη ή ασπαρτάμη; Τι θες κι ακούς;

9.9.08

Σαρανταδύο

Πριν τα ξημερώματα μπορείς να δεις
ανθρώπους πεταμένους καταγής
να κλαιν για την χαμένη ευκαιρία
μιας όμορφης απλής ζωής, με λίγη ουσία

Φύσηξε αγέρας στις καρδιές
σκόρπισαν τόσες αγκαλιές ζεστές
Το περιβόλι που ποτίζαμε μικροί
βεβήλωσαν αόρατοι εχθροί

Πίσω απ’ τις πόρτες τις κλειστές
πίσω από μάσκες και σκιές
το φως από κεράκια γενεθλίων
μου 'πε πως έγινα σαρανταδύο

Μέτρησα χίλιες Κυριακές καλές
μα δεν κοιμήθηκα ξανά ποτές
Μέσα στου κόσμου τον τρελό ρυθμό
δεν βρήκα το ποτάμι με το γάργαρο νερό

8.9.08

Το μεθύσι του ανέμου

Ο πόνος ρώτησε τον άνεμο
αν είδε άνθρωπο πάνω στη γη αθάνατο
αν βρήκε μάτια που δεν έκλαψαν
αν στη χαρά κάποιοι τρελοί δραπέτευσαν

Κι άκουσε λόγια που τον τάραξαν
για ζωντανούς που την ψυχή αντάλλαξαν
με μια ζωή χωρίς ζωή και νόημα
- μια μέρα βάσανο -
χωρίς πρωί και λίγο απόγεμα
μια νύχτα πέρα από κάθε φαντασία
βουτιά μες την ντροπή και την ακολασία

Οι ζωντανοί νεκροί τον πόνο αγνόησαν
ήπιαν από τον ποτήρι και λησμόνησαν
και δώσαν και του ανέμου μια γουλιά
να πάψει να φωνάζει στα στενά
να πάψει να σφυρίζει στα σοκάκια
μετά κεράσαν κι άλλα ποτηράκια
πίκρα χολή γέμισε η ανάσα
άνοιξαν και τη τελευταία κάσα

Κέρναγαν μέχρι την αυγή
κι άρχισε να γαυγίζει σα σκυλί
η αλήθεια του ‘καιγε τα στήθια
βάλθηκε να ξερνάει τα παραμύθια

5.9.08

Μία κραυγή δια την Τζενερέσιον Χι

Μια φωνή για τους διεγραμμένους
ένας λυγμός που θέλει προσοχή (προσευχή)
- είσαι αδερφός, είσαι αδερφή -
μ’ αυτούς τους ξοφλημένους

Μία κραυγή, μια φωνή,
ένας λυγμός, είσαι αδερφός
Πριν τα κοκόρια λαλήσουν τρεις
θα μ’ αρνηθείς, μην τ’ αρνηθείς

Έι Τζενερέσιον Χι – εσύ!
που έφαγες Νουνού με το κουτάλι
πίστεψες πως θα τα καταφέρεις πάλι
Παίζοντας Προ, ΠροΠό,
Γουό και Λόττο,
δίνοντας ρέστα στο πιοτό
με Πάρτυ πήγες να γεμίσεις το κενό…
Στα γιαπωνέζικα τα κόμικς βρήκες τη χαρά σου
οι υπερήρωες θριΝτι μπήκαν στα όνειρά σου.

Γέμισε ο τόπος με χαμένα βλέμματα
Κατάλαβες ότι μετράν τα ψέματα
Πάνω στο ψέμα χτίσαν και οι προηγούμενοι
μπλεγμένοι στο παιχνίδι τα παιδιά των λουλουδιών,
πολιτικοί, αλλά κι οι ηγούμενοι…

Γουάτ δε φακ;
Χλιδάνεργος θα είμαι, τέτοιος θέλω να γίνω
Το αίμα μου θα πίνω, στους άλλους δεν θα δίνω

Γενιά χλιδάνεργων, γενιά παράξενων
με κινητό ΘριΤζι, οθόνη ΕλΣιΝτι, ΜπλουΡέι Ντιβιντί
Σε βάλαν στο τριπάκι τους, φάρα παράλογων
- σε ποιον χρωστάς; όλα να τα χρωστάς -
Οι τράπεζες σε θέλουν ζωντανό
- με κάρτες, δάνεια και αντιλογισμό -
να σε πουλήσουν - όσο όσο - στον Φαραώ
κι αν θέλεις κάνε τον καμπόσο
έχει χιλιάδες η ουρά… με διδακτορικό

Μικρό σ’ έφτυσε η γιαγιά
και σου ‘μεινε για πάντα η ρετσινιά
Μάζεψες μπόλικα χαρτιά
σε σεμινάρια με στόχο μια δουλειά

Πιστοποιητικά, πιστοποιητικά
Γυναίκες βρήκες - να περιμένουν –
πριν από σένα στην ουρά
έτοιμες να σε φάνε ζωντανό
-κι ας ψάχναν επειγόντως για γαμπρό-
Σαν την ασφάλεια του Δημοσίου θα μου πεις
δεν πρόσφερε, μετά Χριστόν, κανείς…

Με ΕςΕμΕς θα λάβεις μήνυμα
ότι έφτασε ο καιρός να πληρωθεί το τίμημα…
Τζι εφτακόσια θα καταλήξεις
αλλά το Λόττο δεν θα το εγκαταλείψεις…

1.9.08

Σχιζοφρένεια

Υπάρχουν κάτι πράματα
Που γίνονται χαράματα
Να πίνεις ξύδια
Να σ’ έχει αφήσει
Να ‘ναι με άλλον και να ‘σαι μόνος

Υπάρχουν κάτι πράματα
Που πνίγονται στα κλάματα
Να σ’ έχει αφήσει
Παρέα ο πόνος
Στάζει φαρμάκι μονάχα, ο χρόνος

Υπάρχουν κάτι πράματα
Που γιάνονται με θάματα
Να ‘σαι κουρέλι
Μέσ’ το μυαλό σου
Περνάνε σκέψεις, μυρίζει φόνος

Υπάρχουν κάτι πράματα
Χαμένα μεροκάματα
Γιατί ‘σαι μόνος
Σ’ έχει ξεχάσει
Σ’ έχει τρελάνει και παίζει ο πόνος