22.11.10

Μνήμη θανάτου

Τη δωρεά σα χάσεις μην τρομάξεις,
η γνώση της απώλειας γίνεται όπλο μυστικό
στον πόλεμο που κήρυξες θα γίνει μακελειό
μα μη σκιαχτείς,
το σκιάχτρο της αλήθειας σου σαν δεις.
Το πρώην αυτονόητο μη ψάξεις, δε θα το βρεις,
μα μην αράξεις, της ύπαρξής το στίγμα έχεις να χαράξεις

Κράτα τον νου σου στον Άδη, κανένα χάδι, τύφλα σκοτάδι
όρκος σιωπής, όμως μην απελπίζεσαι
εκεί 'ναι το κλειδί, μη βαυκαλίζεσαι
όταν στην εγκατάλειψη χαθείς, κάθε τέλος γίνεται αιτία αρχής

Το δώρο παύει κάποτε να είναι Εμπειρία,
γίνεται το υπομόχλιο για ψυχοανταρσία
κι η απώλειά του ακριβό εισιτήριο για την ελευθερία

Επέστρεψε λοιπόν στην ασθενή σου φύση, παίξε στο φως,
μείνε γυμνός, της κοινωνίας ο σαλός,
κι άσε τον χρόνο να κυλήσει.

Στάθηκα λίγο απόμερα κι είδα στρατιές.

23.10.10

Περαστικός

Περαστικός απ' τη ζωή, θέλησα να 'μουνα η αφορμή
μιας επανάστασης, κάποιας λαμπρής θεατρικής παράστασης
ο Δον Κιχώτης πάνω στο άλογο που μάχεται με το παράλογο
η ακίδα στο μάτι της μεγάλης κοροϊδίας για τη νομή της εξουσίας
που τρέφει μα και τρέφεται από τον ύπνο της λαοκρατίας

Ο Γιούλης Καίσαρας τι έχει να πει στον άλλο κόσμο που κατοικεί;
ο Ναπολέων στάθηκε λέων πριν το σκοτάδι τον καταπιεί
ο Θόδωρος κι ο Αλέξανδρος, φιγούρες μακρινές,
κατακτημένοι ή κατακτητές, καβάλα στ'αλογά τους,
το έλεγε η καρδιά τους, τρομάρα στ' αχαμνά τους

Περαστικός απ' τη ζωή, κάτι μου λέει πως το παιχνίδι έχει χαθεί
ρωτάς αν την παλεύω, μέσα στα άχυρα τι χρόνια γυρεύω
πως τη φθορά αφήνω να με τρώει, μετρώ τις μέρες στο κομπολόι
ο τελευταίος σ' όλο το σόι, φύγαν οι δείκτες απ' το ρολόι

14.10.10

Μιας και ρωτάς

Μιας και ρωτάς...
τι 'ναι η ζωή;
ποιος την ρυθμίζει;
ποιος απ' τη συμφορά κερδίζει;
ποιος πίσω απ' τη σκηνή γρυλίζει;

Αν θες να μάθεις μπες βαθιά
μα δεν θα βρεις παρηγοριά
μόνο ύαινες και λύκους να σε περιμένουν
από τη νιότη σου θ' αρπάξουν μερίδιο
και θα σου δέσουν ένα βαρίδιο
να πας ακόμα πιο βαθιά,
κει που θα ψάχνεις τη λησμονιά
ένας ανθός που δεν έκανε καρπό
ένας παρείσακτος πεταμένος έξω αποδώ

Πες στην Πυθία να μασήσει
φύλλα ευκάλυπτου και την ουρά της να κουνήσει
απ' τον χρησμό που θα ξεράσει
χιλιάδες πρόβατα θα θυσιάσει
άμα ο βοσκός το δρόμο χάσει
ποιος τάχα το κοπάδι θα πάει να μάσει

11.10.10

Κληρονομιά

Τα πρόσωπα τους βυθισμένα στο γύρισμα του χρόνου
ανεξίτηλες γραφές στις μοίρας τις καταπακτές
σε οδηγούνε στο μοναχικό ταξίδι σου, στο όνειρο
σημάδια στο μονοπάτι που βάλθηκες να περπατήσεις

Τα λάθη τους δικό σου βάρος που δεν μπορείς να αφήσεις
με κώδικες κλειδωμένος, στο ίδιο σκοινί δεμένος
στης πορείας την αύρα, αφήνεσαι να γιατρευτείς
στις ξεχασμένες αποφάσεις κάτω από το δέντρο της γνώσης

Το μονοπάτι δεν δείχνει τα μυστικά του, σε γοητεύει
στο πρώτο φως της περιπλάνησης τα κουσούρια θ' αποκαλυφθούν
οι μέρες θα γίνουν κουρασμένες και άτολμες
θα φυτρώσει επιτακτικά η ανάγκη της αναγέννησης

Μέχρι τότε, περπάτα τη νύχτα σου,
ανίχνευσε τα αδιέξοδά σου, χτύπα στους τοίχους σου
θάψε τα όνειρά σου, κλάψτα κιόλας, μάταια ήταν, φθαρτά
ντιν νταν το καμπανάκι χτύπησε. Τέλος ματαιότητας.

23.9.10

Επικίνδυνες σκέψεις

Τώρα εδώ, μες το δωμάτιο το θoλό, περιπολώ, αναπολώ
ύστερα εκεί εμπρός στην τρύπια φυλακή σα το έρημο σκυλί,
χωρίς φωνή, της κουρασμένης κοινωνίας η κρυφή αναστολή,
μια κωμωδία, αηδία, κομμάτια τρία, δύο ζεστές νύχτες και μία κρύα
του χάους κρουστωδία, μυθωδία για τον καλό μας Δία.

Ιστορία, μόνο σε λίγους η ζωή είχε να δώσει ασυλία
οι υπόλοιποι στην Τροία, να πεθαίνουν με ανία, μια όμορφη βία
σε Ινδία και Κολομβία γιατρειά καμία, και μας έμεινε η Γαλλία
για να πάμε να φάμε, όταν μας πιάσει ανορεξία.
Ανέβηκα σε άλογο κι έπιασα τα ηνία.

Δεν είμαι εδώ για ξόδεμα, έχω πνευματικό κομπόδεμα,
έχω σταυρό που κουβαλώ, και μη μου πεις και τι μ΄αυτό;
Τώρα μου μένει ν' ανεβώ και στο βουνό. Απλό;
Κάνε τυφλέ πιο κει, για θα σε κάψει η αστραπή.
Στο κέντρο της πλατείας αναβλύζει μια πηγή,
πηγή πνοής, που σε προκαλεί να πιεις, κι αν πιεις,
πίσω απ' την αυλαία πια, σα σκιά, δεν θα θέλεις να κρυφτείς

Ηθοποιός ή γελωτοποιός; Ο χρόνος να σε λιώσει είναι ικανός
να ταπεινώσει, στάχτες να στρώσει, να πάρει και να μην δώσει
σε ακολουθεί λαός πολύς, έτοιμος να σκορπίσει αν χαθείς
κι ο κάθε ευπρεπής θα είναι εκεί,
πρώτος το λίθο να ρίξει της ντροπής
Ας είναι. Το ρίσκο της αιώνιας ζωής.

16.9.10

Πουλημένη συνείδηση

Ποιος τάχα σε πέταξε σ' αυτή τη δύνη;
Τσιμπούρι το αίμα σου πίνει, ζητά τυφλή δικαιοσύνη
και συ ρουφάς τη νικοτίνη, μπας και καλμάρεις την οδύνη
ποιος θα ζήσει να σε κρίνει, δεν είναι καν δική σου ευθύνη
Γιαν'ς κερνά και Γιάννης πίνει, για σένα δεκάρα δε δίνει

Τι καρτεράς; Για πόσο ακόμα θα το παίζεις φουκαράς;
Βγάλε τη μάσκα που φοράς, για να σε φτύσει ο κάθε φαφλατάς
της συμφοράς, της διαφθοράς, της καθωσπρέπει συμπεριφοράς
Μιας άλλης άνοιξης ειν' το νερό που κουβαλάς, πότισ' εμάς
δεν είσαι εδώ για να χαϊδεύεις το σκυλί της λησμονιάς
δώσε παράσταση, ζήτα ανάσταση, κι όχι ξεφτίλα επανάσταση
κάνε να σπάσει ο χαλκάς, ο τσαμπουκάς
της νέας τάξης σκλάβος είσαι κι όχι ο βασιλιάς

Κι ύστερα ξύπνησες νωρίς, να πας πικρή δουλειά να βρεις
κάτω απ' τα σκέλια η ουρά, θα μπεις κι απόψε στη σειρά
ο επιστάτης την ποδιά του κατουρά.
Τ' αφεντικά του του 'χουν δώσει εξουσία
θέλουν να κάνουν μαζί σου συνουσία, ανίερη θυσία
είσαι κομμάτι απ' τη δικιά τους περιουσία
θέλουν να χάσεις την ουσία, να σβήσουν κάθε φαντασία
ανάμνηση ότι πλάστηκες με Θεία Ουσία
κι ότι δεν έχει σημασία αν ζεις,
αν ζεις χωρίς προοπτική να δεις
τον Είμαι μέσα απ' την δικιά σου αθανασία.

14.9.10

Μονόβολο

Μια ψυχή δε λέει να βγει και ζητάει αναβολή
περιμένει και προσμένει στο πηγάδι στη σιωπή
Πληγωμένη από τα πάθη, πεταμένη, τι προσμένει;
Κοροϊδεύει το μοιραίο και χορεύει στη βροχή
σαν τσιγγάνα αγναντεύει με τη σκέψη ταξιδεύει

Σε περίπατο σα βγεις μην ξεχάσεις να ουρλιάξεις
θέλει να 'χεις αρετή στο κενό για να πετάξεις
στο φινάλε κάθε πράξης, καρδιά μου, για να υποταχτείς,
θέλει να 'σαι ολιγαρκής, σίγουρα κι ονειρευτής,
μια γροθιά μια μαχαιριά, στ' αχαμνά της νέας τάξης

Μη μου τάξεις. Κοίτα μόνο να προστάξεις
τους αγγέλους να διατάξεις, μη διστάσεις μη ντραπείς
ας μην είσαι επιρρεπής, πολωμένος ζηλωτής
μα προπάντων κι εξαρχής κανόνισε μη ξεχαστείς
στο πηγάδι της ντροπής και χαθείς και κλάψεις

Τι ζητάει μια ψυχή στα σκουπίδια στην αναμονή;
Κούρνιαξε και περιμένει την λαμπρή ανατολή
ωιμέ, την αστραπή την θωρεί σαν αδερφή
τ' αγεράκι το νταντεύει την αλήθεια να της πει

Σιωπή και σιγαλιά
κάτου στην τρύπα τη βαθιά, άνθισε η κερασιά
τι θες να δεις και θα το δεις μες στην αλησμονιά

28.8.10

Σαν παραμύθι

Από μικρός στα παραμύθια την πριγκίπισσα αγαπούσα
ένα πρίγκιπα λεβέντη να την πάρει καρτερούσα
να παντρευτούν να ευτυχήσουν μες τα πλούτη τους να ζήσουν
κι εμείς καλύτερα, μια ώρα αρχύτερα
έξω από δω, για τον τελευταίο ασπασμό

Γαλαζοαίματες γενιές φτιάχνουν τα παραμύθια μας
ποτίζουν τα μυαλά μας, βάζουν αέρα μες στα στήθια μας
κι εμείς καλοί υπήκοοι, χωρίς ντροπή,
φουσκώνουμε σαν γάλοι, μικροί μεγάλοι μες το χάλι
τι κι αν μας πιουν το αίμα, αν μας ξεκοκαλίσουν
τι κι αν ρουφήξουν το μεδούλι, παλάτι μεγαλύτερο να χτίσουν
εμείς τους αγαπάμε και στο γάμο τους θα πάμε
δεν θα φάμε ούτε θα πιούμε και βέβαια νηστικοί θα κοιμηθούμε
την παραμύθα θέλουμε να ζήσουμε κι ας ξεψυχήσουμε

25.8.10

Για τον Κώστα

Σε ποια στιγμή ταξίδευες - ποια νοσταλγία
ποια νύμφη σου 'πε ψέματα για εύκολη αθανασία
σε ποια στροφή είπες το ναι, ξεπέρασες το χρόνο
και γέμισε η θάλασσα απ' τον δικό σου πόνο

Τώρα τα μάρμαρα θαρρείς δεν σε σκεπάζουν
Σειρήνες από πέρα σε καλούν, δώρα σου τάζουν
Άστες να τάζουν. Μη σε τρομάζουν.

Μάταιο εκεί να ανακαλείς τις άδειες νύχτες
τότε που πλάνες σκέψεις ξόρκιζαν τις καληνύχτες
κάνε μια βόλτα στο κενό και μέσα ρίχτες
'τι τώρα πια στο αιώνιο φως κρυστάλλωσαν
του ρολογιού σου οι δείκτες

Είναι καιρός να κοιμηθείς, να ονειρευτείς
Τι βιάζεσαι; Στα ερωτήματα απάντηση θα βρεις,
έτσι ή αλλιώς
Τι ανησυχείς; τι χολοσκάς;
δεν έχει χρόνο εκεί να κυνηγάς

Κοίτα λοιπόν ν' αναπαυτείς,
από τους δαίμονες της νιότης σου ν' απεμπλακείς
βιάσου μονάχα σαν Τον δεις,
στα πόδια Του να πέσεις
να ταπεινωθείς,
το βάρος σου να αφήσεις να πέσει στο κενό
μα μην ξεχάσεις, κράτα για σένα λίγο ουρανό.

24.8.10

Τυχαίο;

Περαστικός σ' αυτή τη γη - τόσο λίγο
τυχαίο που άνοιξα πανιά να φύγω;

Πριν καν ξυπνήσω, πρέπει ν' αναχωρήσω,
να πουληθώ και να πουλήσω
φίλους κι εχθρούς, να σιχτιρίσω
θεούς και δαίμονες, ν' αναζητήσω
ξεκούραση και θάνατο για πάντα να μυρίσω

Πάνω στα δέντρα τα πιθήκια
είπαν σοφοί να γενούν και να φερθούν αντρίκια
Τώρα ανεβάσαμε όλοι τα μανίκια
σκλάβοι των ερπετών, με δεκανίκια
άλλοι κοιμούνται μες τα φύκια
άλλοι μετράν ανάποδα ραδίκια
κι άλλοι αναλογίζονται πώς φτάσαμε ως εδώ
- σε χρόνο αβέβαιο, σε τόπο βέβηλο -
της φθοράς ρυθμός μακρόσυρτος και βασανιστικός

Ένα συνδυασμό παπαγαλίζω
- τυχαίο; δεν γαβγίζω -
νούμερα βαλμένα σε σειρά
του διάολου μαγική ζαριά
Αριθμολόγε, τι έχεις να πεις;
στην τυχαιότητα δεν μπορείς να αρκεστείς
θα ερμηνεύσεις κι ας εκτεθείς
στην λογική σου θ' αναπαυτείς
στις μαύρες σκέψεις θα βυθιστείς
θα σε χλευάσουν και θα ντραπείς

Για τα πιθήκια έχει φεγγάρι
γιομάτο, όμορφο σαν παλικάρι
Τυχαίο που ανέβηκαν στα δέντρα πάλι;
Τυχαίο που ζήτησαν σε πιάτο το κεφάλι;
Τυχαίο που στήσανε σταυρό
και στείλαν τον Ιούδα να φιλήσει
για τη γενιά τους να καθαρίσει
ο άρχοντας των μυγών να υπερισχύσει

1.1.10

Νέα ελπίδα

Κάποιος μας έκανε να τρέχουμε
λες και προορισμό δεν έχουμε
το τίποτα να κυνηγάμε
τη δόξα μιας στιγμής με άρωμα πορδής
την αιωνιότητα να σπαταλάμε
λίγο πιο πάνω απ' το μηδέν
αν όχι πολύ πιο κάτω, πάτο, πάτο
πνιγμένοι στην κοπριά μας
φορώντας τα καλά μας, συμφορά μας

Ας τραγουδήσουμε κι απόψε
για την καινούρια την χρονιά
χρόνια πολλά απατηλά
θα 'ρθουν λεφτ' απ' το πουθενά
χαρούμενη χρυσή πικροχρονιά
μια μασκαράτα που δεν μπορούμε ν' απαρνηθούμε
το χρειαζόμαστε το σκηνικό
να βάλουμε πάλι μες στο κρασί νερό
να καλυφτούμε με το απόλυτο κενό
να ξοδευτούμε, ψέματα στα παιδιά να πούμε
πως η γιορτή είναι αστεία μα έχει αξία

Πού να το πω κι ας χλευαστώ
υπάρχει ελπίς, μα, δε θα τη βρεις
τώρα φωνάζω στα λαγκάδια, στα βουνά
γιατί οι τοίχοι δεν έχουν δυστυχώς αυτιά
έστω, μ' ένα στιχάκι δανεικό
μα τόσο διαχρονικό, να σπείρω λίγο πανικό
"καλύτερα μιας ώρας ελεύτερη ζωή
παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή"