8.9.08

Το μεθύσι του ανέμου

Ο πόνος ρώτησε τον άνεμο
αν είδε άνθρωπο πάνω στη γη αθάνατο
αν βρήκε μάτια που δεν έκλαψαν
αν στη χαρά κάποιοι τρελοί δραπέτευσαν

Κι άκουσε λόγια που τον τάραξαν
για ζωντανούς που την ψυχή αντάλλαξαν
με μια ζωή χωρίς ζωή και νόημα
- μια μέρα βάσανο -
χωρίς πρωί και λίγο απόγεμα
μια νύχτα πέρα από κάθε φαντασία
βουτιά μες την ντροπή και την ακολασία

Οι ζωντανοί νεκροί τον πόνο αγνόησαν
ήπιαν από τον ποτήρι και λησμόνησαν
και δώσαν και του ανέμου μια γουλιά
να πάψει να φωνάζει στα στενά
να πάψει να σφυρίζει στα σοκάκια
μετά κεράσαν κι άλλα ποτηράκια
πίκρα χολή γέμισε η ανάσα
άνοιξαν και τη τελευταία κάσα

Κέρναγαν μέχρι την αυγή
κι άρχισε να γαυγίζει σα σκυλί
η αλήθεια του ‘καιγε τα στήθια
βάλθηκε να ξερνάει τα παραμύθια

Δεν υπάρχουν σχόλια: