3.10.09

Τα γενέθλια του αλήτη

Είχες γενέθλια προχθές κι ήπιες τρεις μπύρες
μετά τα πήρες και κατέβασες καντήλες
έγινες κυβερνήτης ξένου σκάφους
μπούκαρες μέσα σε χορτάτους τάφους

Μες την τρεχάλα την ουσία αγνόησες
έφτασες ως τα όρια μα δεν συγχώρεσες
έτσι κι εσύ θλιβερά ασυγχώρητος θα μείνεις
να βρίζεις, να χαλιέσαι και να πίνεις

Νόμισες πως το θάνατο θα κοροϊδέψεις
θα βάλεις ένα λουκέτο και θα ξεμπερδέψεις
νόμισες πως εσύ θα είσαι ο ένας
που θα τη βγάλει καθαρή με σώας τας φρένας

Μες των ανθρώπων την αυλή
κάνει ο διάολος γιορτή
κείνος κερνάει κι ο ίδιος πίνει
και μόνο στους πολύ δικούς του δίνει
Οι άλλοι κάθονται πιο δίπλα
και τρώνε τα δικά τους νύχια
κι όταν ξεσπάσει η οργή
κανείς δεν θα ‘ρθει να τους σώσει
Πάνω στης μάχης τη βουή
κανείς δεν θα μπορεί να κλάψει
την αγωνία τους να θάψει
τις αλυσίδες τους να σπάσει
στην άλλη όχθη να τους περάσει

Κι εσύ εδώ κι εκεί, περιπλανώμενη ψυχή
να τυραννάς, να τυραννιέσαι
να φτύνεις αίμα και να μην το ευχαριστιέσαι
κορμί κινούμενο απάνω στον πλανήτη
που στάθηκε για σένανε ένα μοιραίο σπίτι

2.10.09

Εξιλέωση

Κάλυψε με τα χέρια σου το πρόσωπο
γράψε μια ημερομηνία και θέσε ορόσημο
μην σβήσεις τα σημάδια από το χάρτη
μην κλάψεις πριν τις δώδεκα του Μάρτη
αν θες κατούρα στο πηγάδι μεσημέρι, όμως
μην κυνηγήσεις πεταλούδες στα δικά μας μέρη

Καρτερικά να περιμένεις να ‘ρθει το φθινόπωρο
θα γράψω στο χαρτί πως χάθηκες στο Βόσπορο
κι άμα γλιστρήσεις στο σκοτάδι, μες στον Άδη
θα ‘ρθω στις τρεις το βράδυ να ρίξω παραγάδι

Στις βόρειες Σποράδες μάζεψε μαύρη ρίγανη
οι όμορφες ημέρες ήρθανε και φύγανε
μην φοβηθείς τον ήλιο που καίει τις παπαρούνες
στην Σιάτιστα ονειρεύονται ακόμα βιζόν γούνες

Κούρεψες το γρασίδι στα πάρκα της Αθήνας
και πριν το καταλάβεις πέρασε ένας μήνας
στη Σαλονίκη μπάρκαρες σ’ ένα σκυλοπνίχτη
και οι κυνηγοί σου χάσαν στο νερό τα ίχνη

Κουράστηκα να συμβουλεύω τις Σειρήνες
να λεν τραγούδια που ταιριάζουνε στις ρίμες
αν λείψεις σήμερα, έλα ξανά το καλοκαίρι
πάνε μετά στις Συμπληγάδες για καρτέρι

Κόψε από μένα, δώσ’ το στον κανένα
πάρε ό,τι δεν έχω, κράτα κι ό,τι έχω
μη ζητάς χάδια,
είσαι ότι είσαι γιατί κουβαλάς σκοτάδια
κούρνιαξε μες το τίποτα σου,
έρχεται όπου να ‘ναι η σειρά σου

1.10.09

Μαλ@κα

Μπήκες στο σπίτι μου μαλ@κα
ψάξε γι’ αγγούρια, κάνε σαλάτα
δοκίμασε τα σώβρακα, δεν κάνω πλάκα
Σταράτα! Πάρε τα τέτοια μου και φάτα

Απ’ τη σπασμένη πόρτα βγες
και στην μιζέρια σου, όπως χθες, μπες
συνέχισε να κατουράς
πάνω στο πιάτο που θα φας

Σβήσε τα φώτα Παναγιώτα
κι έλα για βόλτα στ’ ουρανού την ρότα
βάλε κιλότα Παναγιώτα
κι όταν ξυπνήσεις θα ‘σαι η ίδια κότα

Λες και για σένα έχει φτιαχτεί
λέξη με νόημα πολύ
με ένα λάμδα τόσο, να!
εκεί στη μέση για ν’ ακούγεται καλά
κι άμα το πεις με προφορά
φαντάζει σα να ‘ναι η τελευταία σου φορά